ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΓΕΝΙΚΑ
Άρθρο
1710
Έννοια
Κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του
ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή
περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι).
Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται
όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή
μερικά.
Άρθρο
1711
Κληρονόμος μπορεί μα γίνει μόνο εκείνος που
κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στην ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί.
Κληρονόμος μπορεί να γίνει και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια
τεχνητή γονιμοποίηση. Χρόνος της επαγωγής είναι ο χρόνος του θανάτου του
κληρονομουμένου.
(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο παρ.1 του ν 3089/2002)
Άρθρο
1712
Περιεχόμενο
διαθήκης
Ο κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει
κληρονόμο με μονομερή διάταξη αιτία θανάτου (διαθήκη, διάταξη τελευταίας
βούλησης).
Άρθρο
1713
Ο κληρονόμος μπορεί με διαθήκη, χωρίς να
εγκαταστήσει σ' αυτήν κληρονόμο, να αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή
ορισμένο συγγενή ή το σύζυγο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη νόμιμη
μοίρα.
Άρθρο
1714
Ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να
προσπορίσει σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς να τον εγκαταστήσει κληρονόμο
(κληροδοσία).
Άρθρο
1715
Ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να
υποχρεώσει τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο σε παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε
άλλον δικαίωμα σ' αυτή την παροχή (τρόπος).
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΝΤΑΞΗ, ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΩΝ
Άρθρο
1716
Αυτοπρόσωπη
σύνταξη
Η διαθήκη συντάσσεται μόνο αυτοπροσώπως και
μόνο κατά τις διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο.
Άρθρο
1717
Συνδιαθήκη
Περισσότερα πρόσωπα δεν μπορούν να συντάξουν
διαθήκη με την ίδια πράξη.
Άρθρο
1718
Διαθήκη, για την σύνταξη της οποίας δεν
τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος
δεν ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο
1719
Ανίκανοι
Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι: 1. οι
ανήλικοι. 2. όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της
δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν
διαθήκη. 3. όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση
των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει
αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Η ανικανότητα των
συμπαραστατουμένων αρχίζει από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η
πράξη για αυτεπάγγελτη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες
διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση.
(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν 2447/96.)
Άρθρο
1720
Αν ο συμπαραστατούμενος, από τον οποίο
αφαιρέθηκε (ή έχει αφαιρεθεί) ρητά η ικανότητα να συντάσσει διαθήκη, συνέταξε
διαθήκη προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που τον υπέβαλε στη δικαστική
συμπαράσταση, η μεταγενέστερη τελεσιδικία της απόφασης δεν επιδρά στο κύρος της
διαθήκης, αν ο διαθέτης πεθάνει πριν από την τελεσιδικία. Το ίδιο ισχύει, αν το
πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου συνέταξε διαθήκη μετά την υποβολή της αίτησης
για άρση της δικαστικής συμπαράστασης ή την έκδοση της πράξης με την οποία
εισάγεται αυτεπαγγέλτως η υπόθεση της άρσης στο δικαστήριο και η άρση έγινε
σύμφωνα με την αίτηση ή την πράξη.
(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν 2447/96.)
Άρθρο
1721
Ιδιόγραφη
διαθήκη
Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το
χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ' αυτόν. Από τη χρονολογία
πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος.
Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε
κανένα άλλο τύπο.
Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται
μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης.
Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε
υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην
έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή αλλά τέτοια εξωτερικά
ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και
μπορούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την
ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1722
Κατάθεση
ιδιόγραφη
Η ιδιόγραφή διαθήκη μπορεί να κατατεθεί από
το διαθέτη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη κατά τις κοινές διατάξεις για την
κατάθεση των εγγράφων.
Άρθρο
1723
Ανίκανος
για ιδιόγραφη
Όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει
χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη.
Άρθρο
1724
Δημόσια
διαθήκη
Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από
το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης ενώπιον συμβολαιογράφου ενώ είναι
παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, και κατά
τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.
Άρθρο
1725
Πρόσωπα
που συμπράττουν
Ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να
συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης : 1. ο σύζυγος ή αυτός που διατέλεσε σύζυγος
του διαθέτη, 2. ο συγγενής που διαθέτη σε ευθεία ή έως και τον τρίτο βαθμό σε
πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.
Άρθρο
1726
Ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να
συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης ο τιμώμενος μ' αυτήν ή αυτός που διορίζεται
μ' αυτήν εκτελεστής, ή όποιος βρίσκεται προς κάποιο τιμώμενο ή διοριζόμενο ως
εκτελεστή στη διαθήκη σε κάποια από τις σχέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο
άρθρο.
Η σύμπραξη προσώπου που αποκλείεται κατά την
προηγούμενη παράγραφο συνεπάγεται μόνο την ακυρότητα της διάταξης υπέρ του
τιμώμενου προσώπου ή υπέρ του εκτελεστή.
Άρθρο
1727
Ως δεύτερος συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν
μπορεί να συμπράξει στη σύνταξη της διαθήκης όποιος διατελεί προς το
συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη σε κάποια σχέση απ' αυτές που
αναφέρονται στο άρθρο 1725.
Οι μάρτυρες και ο δεύτερος συμβολαιογράφος
δεν πρέπει να έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση απ' αυτές που αναφέρονται στο
άρθρο 1725 η παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει
ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1728
Ως μάρτυρες για σύνταξη διαθήκης δεν μπορούν να συμπράττουν : 1. όποιοι δεν έχουν καθόλου όραση ή ακοή, 2. οι γραφείς ή οι υπηρέτες του συμβολαιογράφου, 3. οι ανήλικοι, 4. [οι γυναίκες] Καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 του ν 3192/55.
Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως μάρτυρες
για σύνταξη της διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι δεν έχουν την ικανότητα να
μαρτυρούν σε συμβόλαια, εφόσον διαρκεί αυτή η ανικανότητα, η παράβαση όμως της
διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1729
Συμβολαιογράφος που αγνοεί το διαθέτη ή τους
μάρτυρες. Ο διαθέτης και οι μάρτυρες πρέπει να είναι γνωστοί στο συμβολαιογράφο
που συντάσσει τη διαθήκη.
Αν ο διαθέτης, σύμφωνα με τη βεβαίωση του
συμβολαιογράφου, δεν είναι γνωστός σ' αυτόν, οι μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν
την ταυτότητα του διαθέτη.
Αν για τη σύνταξη της διαθήκης συμπράττει
και άλλος συμβολαιογράφος, αρκεί ο διαθέτης να είναι γνωστός σ' αυτόν.
Μόνη η απόδειξη ότι ο συμβολαιογράφος
αγνοούσε στην πραγματικότητα το διαθέτη ή τους μάρτυρες, ή ότι οι μάρτυρες
αγνοούσαν το διαθέτη, ή ότι δεν βεβαίωσαν την ταυτότητα του, δεν επιφέρει
ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1730
Δήλωση
της θέλησης του διαθέτη
Ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία
του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που
συμπράττουν. Ο διαθέτης μπορεί να υπαγορεύει από σχέδιο ή να κάνει χρήση
σημειώσεων.
Τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξη
της διαθήκης πρέπει να είναι παρόντα σε όλη τη διάρκεια της πράξης.
Απαγορεύεται η παρουσία κατά τη σύνταξη της
διαθήκης οποιουδήποτε άλλου εκτός από το διαθέτη και τα πρόσωπα που
συμπράττουν.
Άρθρο
1731
Όρκιση
μαρτύρων
Οι μάρτυρες ορκίζονται ενώπιον του συμβολαιογράφου
και του διαθέτη ότι θα τηρήσουν μυστικές τις διατάξεις της διαθήκης έως τη
δημοσίευσή της. Η παράβαση της διάταξης αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της
διαθήκης.
Άρθρο
1732
Πράξη
για τη δημόσια διαθήκη
Για τη διαθήκη συντάσσεται πράξη, που πρέπει
να περιέχει : 1. την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της σύνταξης της, 2.
τον προσδιορισμό του διαθέτη, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα
του 3. το όνομα και το επώνυμο του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που
συμπράττουν καθώς επίσης, χωρίς όμως ποινή ακυρότητας, την έδρα του
συμβολαιογράφου και το επάγγελμα και την κατοικία των λοιπών προσώπων που
συμπράττουν, 4. τη δήλωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη και τη μνεία ότι
τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 1730.
Η πράξη πρέπει να μνημονεύει ότι τηρήθηκαν
όσα προβλέπονται στα άρθρα 1729 και 1731 η παράλειψη όμως της διατύπωσης της
παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1733
Ανάγνωση
και υπογραφή της πράξης
Η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ
ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι αυτό έγινε.
Η πράξη πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη
και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να
υπογράφονται και στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να
υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην
πράξη.
Άρθρο
1734
Άλλες
διατυπώσεις
Οι γενικές διατάξεις για τα συμβολαιογραφικά
έγγραφα εφαρμόζονται και στη δημόσια διαθήκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.
Άρθρο
1735
Διαθέτης
κουφός
Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κουφός,
πρέπει επιπλέον να δοθεί σ' αυτόν η πράξη για να τη διαβάσει και να βεβαιωθεί
στην πράξη ότι αυτό έγινε.
Άρθρο
1736
Αν ο διαθέτης δηλώνει ότι είναι κουφός και
δεν μπορεί να διαβάσει χειρόγραφα, η διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων
ή δευτέρου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων.
Άρθρο
1737
Διαθέτης
που αγνοεί την ελληνική γλώσσα
Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του
συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ή αν ο διαθέτης δηλώσει ότι αγνοεί
τα ελληνικά, προσλαμβάνεται διερμηνέας. Ως προς το διερμηνέα εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728 για τους μάρτυρες.
Ο διερμηνέας πρέπει να ορκιστεί ότι θα
διερμηνεύσει πιστά τη θέληση του διαθέτη, και να μεταφράσει την πράξη πριν από
την υπογραφή, στην γλώσσα που εκφράζεται ο διαθέτης ενώ οι άλλοι θα ακούουν.
Ο διερμηνέας πρέπει να είναι της εκλογής του
διαθέτη και να ορκιστεί ότι θα τηρήσει μυστικές τις διατάξεις της διαθήκης έως
τη δημοσίευση της η παράβαση όμως αυτή δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Η πράξη πρέπει, εκτός από όσα ορίζονται στα
άρθρα 1732 και 1733, να περιέχει το όνομα και το επώνυμο του διερμηνέα και τη
βεβαίωση ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού,
και να υπογραφεί και από το διερμηνέα. Πρέπει επίσης, χωρίς όμως ποινή
ακυρότητας της διαθήκης, να περιέχει ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στην παράγραφο
3 του άρθρου αυτού.
Άρθρο
1738
Μυστική
διαθήκη
Για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο
διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή
δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι
περιέχει την τελευταία του βούληση.
Άρθρο
1739
Οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1729 για το
συμβολαιογράφο και τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται και στη
μυστική διαθήκη.
Άρθρο
1740
Το
έγγραφο που εγχειρίζεται
Το έγγραφο που εγχειρίζεται, γραμμένο από το
διαθέτη ή από άλλο πρόσωπο, πρέπει, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου
1744, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη. Αν είναι γραμμένο ολικά ή μερικά από
άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο.
Η διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 4 εφαρμόζεται
και εδώ.
Άρθρο
1741
Σφράγιση
Το έγγραφο που εγχειρίζεται, ή το περικάλυμμά
του, αν δεν είναι σφραγισμένο έτσι που να μην μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή
βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο τρόπο μπροστά στο
διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν.
Άρθρο
1742
Σημείωση
στο έγγραφο
Στο έγγραφο που είναι σφραγισμένο ή που
σφραγίζεται κατά το προηγούμενο άρθρο, ή στο περικάλυμμά του, ο συμβολαιογράφος
πρέπει να σημειώσει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία της
εγχείρισης, και η σημείωση αυτή πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα
πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η
υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στη σημείωση.
Η διάταξη του άρθρου 1730 παρ. 2 εφαρμόζεται
και σ' αυτή την περίπτωση.
Άρθρο
1743
Πράξη
για τη μυστική διαθήκη
Για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης
πρέπει να συνταχθεί πράξη.
Στην πράξη αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των άρθρων 1732 παρ. 1 αριθμ. 1, 2, 3, 1733, 1734 και 1735. Στην
πράξη πρέπει να βεβαιώνεται επίσης ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα άρθρα 1730
παρ. 2, 1738, 1741 και 1742 .
Ο συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώνει στο
έγγραφο που του εγχειρίστηκε ή στο περικάλυμμά του και τον αριθμό της πράξης
και να τα προσαρτήσει στην πράξη - η παράβαση όμως των διατάξεων της παραγράφου
αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1744
Διαθέτης
που δεν μπόρεσε να υπογράψει
Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι μπορεί να διαβάζει
χειρόγραφα, αλλά δεν μπορεί να γράψει, ή ότι δεν μπόρεσε να θέσει την υπογραφή
του στο έγγραφο που περιέχει την τελευταία του βούληση, πρέπει επιπλέον να
δηλώσει ενώπιον του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν ότι το
διάβασε και να διευκρινίσει την αιτία που τον εμπόδισε να υπογράψει. Όλα αυτά
πρέπει να βεβαιωθούν στην πράξη.
Άρθρο
1745
Διαθέτης
άλαλος ή κωφάλαλος
Όποιος κατά την πεποίθηση του
συμβολαιογράφου είναι άλαλος ή κωφάλαλος ή από άλλο λόγο εμποδίζεται να μιλάει,
μπορεί να συμπράξει μυστική διαθήκη. Για το σκοπό αυτό πρέπει να γράψει επάνω
στο έγγραφο που εγχειρίζεται ή επάνω στο περικάλυμμα που το περιέχει,
ιδιοχείρως τη δήλωση ότι το έγγραφο είναι η διαθήκη του, και αν τα έγγραφο
γράφηκε από άλλον, και ότι το διάβασε ο διαθέτης.
Αυτή η δήλωση πρέπει να γραφεί από το
διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών πρόσωπων που συμπράττουν και
να βεβαιωθεί αυτό στην πράξη.
Άρθρο
1746
Διαθέτης
που αγνοεί την ελληνική γλώσσα
Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του
συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα ή δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά,
εφαρμόζονται αναλόγως και στη μυστική διαθήκη οι διατάξεις του άρθρου 1737.
Άρθρο
1747
Μυστική
που ισχύει ως ιδιόγραφη
Μυστική διαθήκη άκυρη ισχύει ως ιδιόγραφη,
αν είναι έγκυρη ως ιδιόγραφη.
Άρθρο
1748
Ανίκανος
για μυστική
Όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει δεν
μπορεί να συντάξει μυστική διαθήκη.
Άρθρο
1749
Διαθήκη
σε πλοίο
Όποιος βρίσκεται σε ελληνικό πλοίο κατά τη
διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού μπορεί να συντάξει διαθήκη με προφορική δήλωση που
γίνεται: σε πολεμικά πλοία ενώπιον του προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας
και, αν δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον
αναπληρώνει - στα λοιπά πλοία η δήλωση γίνεται ενώπιον του πλοιάρχου και, αν
δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του αναπληρωτή του.
Άρθρο
1750
Στα πολεμικά πλοία η διαθήκη του
προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να συνταχθεί κατά τις περιστάσεις
που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον
αναπληρώνει η διαθήκη του κυβερνήτη, αν δεν υπάρχει προϊστάμενος της
οικονομικής υπηρεσίας ή αυτός κωλύεται, ενώπιον εκείνου που έρχεται μετά τον
κυβερνήτη κατά την τάξη της υπηρεσίας. Στα εμπορικά πλοία η διαθήκη του
πλοιάρχου μπορεί να συνταχθεί κατά τις ίδιες περιστάσεις ενώπιον εκείνου που
έρχεται ύστερα απ' αυτόν στην τάξη της υπηρεσίας.
Άρθρο
1751
Η διαθήκη κατά τη διάρκεια του θαλασσινού
ταξιδιού συντάσσεται πάντοτε ενώπιον δύο μαρτύρων. Για την κατάρτιση της
διαθήκης πρέπει να συνταχθεί έγγραφο. Στο έγγραφο γίνεται μνεία της τυχόν
έλλειψης ή του κωλύματος εκείνου που είναι αρμόδιος να συντάξει τη διαθήκη πριν
από εκείνον που τη συντάσσει - η παράβαση όμως της διατύπωσης αυτής δεν
επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι
απαραίτητη - αν ο άλλος μάρτυρας δεν μπορεί να υπογράψει από άγνοια ή άλλο
κώλυμα, αυτό μνημονεύεται καθώς και η αιτία του. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται
αναλόγως και στην παρούσα διαθήκη οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.
Άρθρο
1752
Οι διατάξεις για διαθήκη κατά τη διάρκεια
θαλασσινού ταξιδιού δεν εφαρμόζονται, αν το πλοίο βρίσκεται μέσα σε ελληνικό
λιμάνι, στο οποίο υπάρχει συμβολαιογράφος, εκτός αν, σύμφωνα με βεβαίωση στη
διαθήκη εκείνου που τη συντάσσει, ο διαθέτης δεν μπορεί να αποβιβαστεί.
Άρθρο
1753
Διαθήκη
σε εκστρατεία
Οι στρατιωτικοί και γενικά όσοι κατά τις
διατάξεις της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας υπάγονται στην αρμοδιότητα των
στρατοδικείων σε εκστρατεία μπορούν, σε περίπτωση εκστρατείας, αποκλεισμού ή
πολιορκίας ή αιχμαλωσίας, να δηλώσουν την τελευταία τους βούληση προφορικά
ενώπιον αξιωματικού, με την παρουσία άλλου αξιωματικού ή με την παρουσία δύο
μαρτύρων. Αν πρόκειται για τραυματίες ή ασθενείς, τον αξιωματικό που συντάσσει
τη διαθήκη μπορεί να αντικαταστήσει διευθυντής νοσοκομείου που λειτουργεί με
έγκριση του Κράτους.
Για τα πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728.
Άρθρο
1754
Για την κατάρτιση της διαθήκης κατά το
προηγούμενο άρθρο συντάσσεται έγγραφο. Το έγγραφο, που φέρει και τη χρονολογία
της σύνταξης του, διαβάζεται στο διαθέτη ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν
και βεβαιώνεται ότι αυτό έγινε το έγγραφο υπογράφεται από το διαθέτη, απ' αυτόν
που συντάσσει τη διαθήκη και από τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο
διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη
βεβαίωση της δήλωσης αυτής στο έγγραφο. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες
είναι απαραίτητη αν ο άλλος μάρτυρας δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η
υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στο έγγραφο.
Αυτή η διαθήκη δεν υπόκειται σε καμία άλλη
διατύπωση.
Άρθρο
1755
Όσοι βρίσκονται σε πλοίο που μετέχει σε
εκστρατεία, μπορούν να συντάξουν διαθήκη και κατά τις διατάξεις για διαθήκη σε
εκστρατεία.
Άρθρο
1756
Διατάξεις
υπέρ αξιωματικών του πλοίου
Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου που
δεν είναι συγγενείς ή αγχιστείς του διαθέτη, είναι άκυρες, εφόσον περιέχονται
σε διαθήκη που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού.
Το ίδιο ισχύει και αν τέτοιες διατάξεις
περιέχονται σε διαθήκη ιδιόγραφη που συντάχθηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.
Άρθρο
1757
Διαθήκη
αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό
Όποιος διαμένει σε τόπο, που εξαιτίας
επιδημίας ή άλλων έκτακτων περιστάσεων είναι αποκλεισμένος με τέτοιο τρόπο,
ώστε να είναι αδύνατη ή σημαντικά δύσκολη η σύνταξη διαθήκης δημόσιας ή
μυστικής κατά τις συνήθεις διατυπώσεις, μπορεί να συντάξει διαθήκη ενώπιον
συμβολαιογράφου, ειρηνοδίκη, δημάρχου, δημαρχιακού παρέδρου, προϊσταμένου
κοινότητας, αστυνόμου, διευθυντή νοσοκομείου ή λοιμοκαθαρτηρίου ή υγειονόμου,
στη σύνταξη της οποίας τηρούνται κατά τα λοιπά οι διατάξεις για τη διαθήκη κατά
τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού.
Σ¢ αυτή τη διαθήκη μπορούν να είναι μάρτυρες και
γυναίκες, ακόμη και ανήλικοι, που έχουν όμως συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος.
Άρθρο
1758
Χρονικό
όριο ισχύος έκτακτης διαθήκης
Διαθήκη που έχει συνταχθεί κατά τα άρθρα
1749 έως 1757 (έκτακτη διαθήκη) θεωρείται ότι δεν έχει συνταχθεί, αν πέρασαν
τρεις μήνες, αφότου έπαψαν για το διαθέτη οι περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν
τη σύνταξη της και ο διαθέτης ζει ακόμη.
Η έναρξη και η διαδρομή της προθεσμίας
αναστέλλονται, εφόσον ο διαθέτης δεν είναι σε κατάσταση να συντάξει διαθήκη
δημόσια ή μυστική με τις συνήθεις διατυπώσεις.
Άρθρο
1759
Αν στην περίπτωση της έκτακτης διαθήκης ο
διαθέτης πριν από την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου άρθρου, βρεθεί
πάλι κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, η προθεσμία διακόπτεται, έτσι ώστε μετά
την παρέλευσή τους αρχίζει να τρέχει πάλι ολόκληρη η προθεσμία.
Άρθρο
1760
Εκείνος που συντάσσει έκτακτη διαθήκη
υπενθυμίζει στο διαθέτη ότι η ισχύς της διαρκεί τρεις μήνες και γίνεται σχετική
μνεία στην πράξη. Η παράλειψή της όμως δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1761
Παράδοση
έκτακτης
Εκείνος που έχει συντάξει έκτακτη διαθήκη
την παραδίνει σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή σε ελληνική προξενική αρχή στο
εξωτερικό.
Εκείνος που παραδίνει τη διαθήκη οφείλει
συγχρόνως να γνωστοποιήσει στο συμβολαιογράφο ή στην προξενική αρχή τον τυχόν
θάνατο του διαθέτη και κάθε άλλη γνωστή σ' αυτόν πληροφορία για τον τόπο της
τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη - σχετική μνεία γίνεται στην πράξη
της παράδοσης.
Για την παράδοση της διαθήκης συντάσσεται σε
απλό χαρτί πράξη που υπογράφεται απ' αυτόν που παραλαμβάνει και απ' αυτόν που
παραδίνει τη διαθήκη. Αντίγραφο της πράξης αυτής έχει υποχρέωση ο
συμβολαιογράφος ή η προξενική αρχή που παρέλαβε τη διαθήκη να στείλει χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση στο υπουργείο δικαιοσύνης.
Η διαθήκη που παραδόθηκε φυλάσσεται από το
συμβολαιογράφο ή την προξενική αρχή, και δημοσιεύεται μετά το θάνατο του
διαθέτη.
Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο άρθρο αυτό
δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1762
Εκείνος που έχει συντάξει διαθήκη στις
περιπτώσεις εκστρατείας, αποκλεισμού, πολιορκίας ή αιχμαλωσίας οφείλει επιπλέον
να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη σύνταξή της με αναφορά προς την
άμεσα προϊστάμενη στρατιωτική αρχή.
Για τη σύνταξη διαθήκης κατά τη διάρκεια
θαλασσινού ταξιδιού γίνεται μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου.
Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο άρθρο αυτό
δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1763
Ανάκληση
διαθήκης
Κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί: 1. με
σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη. αν αυτή ή μεταγενέστερη
ανακληθεί, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί 2. με δήλωση που
γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις
λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων. Αν αυτή η δήλωση ανακληθεί
με όμοιο τρόπο, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε ανακληθεί.
Άρθρο
1764
Μεταγενέστερη διαθήκη καταργεί με το
περιεχόμενο της την προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος που εναντιώνεται σ' αυτήν.
Αν η μεταγενέστερη ανακληθεί, η προηγούμενη
ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί.
Άρθρο
1765
Ανάκληση
ιδιόγραφης
Ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να ανακληθεί και αν
ο διαθέτης με πρόθεση ανάκλησης καταστρέψει το έγγραφο της ή επιχειρήσει σ'
αυτό μεταβολές, με τις οποίες συνήθως εκφράζεται η βούληση για ανάκληση
έγγραφης δήλωσης.
Αν ο διαθέτης κατέστρεψε το έγγραφο της
διαθήκης, ή το μετέβαλε με τον τρόπο που σημειώθηκε, τεκμαίρεται ότι είχε σκοπό
να ανακαλέσει τη διαθήκη.
Άρθρο
1766
Ανάκληση
μυστικής
Διαθήκη μυστική θεωρείται ότι έχει
ανακληθεί, αν ο διαθέτης αναλάβει το έγγραφο που περιέχει την τελευταία βούλησή
του και που είχε εγχειριστεί στο συμβολαιογράφο και σφραγιστεί. Αυτή η διάταξη
εφαρμόζεται και αν το έγγραφο αυτό θεωρηθεί ότι έχει ισχύ ιδιόγραφής διαθήκης.
Ο διαθέτης μπορεί να ενεργήσει οποτεδήποτε
την ανάληψη. Η απόδοση του εγγράφου μπορεί να γίνει μόνο προσωπικά στο διαθέτη.
Για την απόδοση συντάσσεται πράξη κατά τις κοινές διατάξεις, κάτω από την πράξη
της κατάρτισης της μυστικής διαθήκης.
Άρθρο
1767
Ιδιόγραφη διαθήκη που έχει κατατεθεί στο
συμβολαιογράφο για φύλαξη μπορεί να αναληφθεί με τον τρόπο που προβλέπεται στο
προηγούμενο άρθρο. Η ανάληψη όμως δεν θεωρείται ανάκλησή της.
Άρθρο
1768
Άλλοι
όροι για την ανάκληση
Οι διατάξεις των άρθρων 1716 έως 1720
εφαρμόζονται αναλόγως και στην ανάκληση διαθήκης.
(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν 2447/96.)
Άρθρο
1769
Δημοσίευση
διαθήκης
Συμβολαιογράφος, στον οποίο υπάρχει διαθήκη,
οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν
πρόκειται για δημόσια διαθήκη, να στείλει αντίγραφο της στο γραμματέα του
αρμόδιου πρωτοδικείου, και αν πρόκειται για μυστική ή έκτακτη, να την παραδώσει
αυτοπροσώπως στο πρωτότυπο στο πρωτοδικείο σε δημόσια συνεδρίαση. Αρμόδιο είναι
το Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο συμβολαιογράφος. Αν όμως ο
συμβολαιογράφος εδρεύει στην έδρα ειρηνοδικείου που βρίσκεται έξω από την έδρα
πρωτοδικείου, η παράδοση αυτή μπορεί να γίνει και στον ειρηνοδίκη.
Η μυστική ή έκτακτη διαθήκη που παραδόθηκε
κατ' αυτό τον τρόπο δημοσιεύεται, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου
1770 παρ. 2, στην ίδια συνεδρίαση η δημόσια διαθήκη, που έχει σταλεί στο
γραμματέα των πρωτοδικών, δημοσιεύεται στην πρώτη συνεδρίαση.
Άρθρο
1770
Ιδίως
στη μυστική
Η μυστική διαθήκη πριν από την αποσφράγισή
της για δημοσίευση εξετάζεται από το δικαστήριο, ενώ παρίστανται και ο
συμβολαιογράφος, και βεβαιώνεται ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες. Κατά τη
βεβαίωση ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες μπορεί να παραστεί και όποιος έχει
έννομο συμφέρον και να τις εξετάσει αφού το ζητήσει.
Το δικαστήριο μπορεί πριν από την
αποσφράγιση, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει τους μάρτυρες
που έχουν συμπράξει στην κατάρτιση της διαθήκης, κλητεύοντας τους με επιμέλεια
εκείνου που υπέβαλε την αίτηση ή του γραμματέα του δικαστηρίου.
Άρθρο
1771
Πρακτικό
δημοσίευσης
Για τη δημοσίευση της διαθήκης συντάσσεται
πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη και η βεβαίωση για την ύπαρξη ή
την ανυπαρξία των εξωτερικών ελαττωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 1721 παρ.
4. Το πρωτότυπο στη μυστική ή έκτακτη διαθήκη με το περικάλυμμά του κατατίθεται
στο αρχείο του δικαστηρίου, αφού προηγουμένως ο πρόεδρος ή ο ειρηνοδίκης
σημειώσει αμέσως ιδιοχείρως στο πρότυπο της διαθήκης και το περικάλυμμά της τη
λέξη <<θεωρήθηκε>>, χρονολογήσει και υπογράψει τη θεώρηση. Αν η
δημοσίευση γίνεται από ειρηνοδίκη, ο γραμματέας του στέλνει αμέσως στο
γραμματέα του αρμοδίου δικαστηρίου αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.
Άρθρο
1772
Αν ο διαθέτης δεν είχε την τελευταία του
κατοικία ή διαμονή στην περιφέρεια του πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου που
δημοσίευσε τη διαθήκη, ο γραμματέας του δικαστηρίου στέλνει αντίγραφο του
πρακτικού της δημοσίευσης στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας
κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο του δικαστηρίου
που παραλαμβάνει το πρακτικό.
Όμοιο αντίγραφο του πρακτικού της
δημοσίευσης αποστέλλεται επίσης σε κάθε περίπτωση στο γραμματέα του
πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.
Άρθρο
1773
Δημοσίευση
από προξενική αρχή
Προξενική αρχή, στην οποία υπάρχει διαθήκη,
οφείλει, μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν εδρεύει σ' αυτήν
πολυμελές προξενικό δικαστήριο, να τη δημοσιεύσει σε δημόσια συνεδρίαση του
προξενικού αυτού δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 1759 έως 1771
και σε άλλη περίπτωση να τη δημοσιεύσει στο προξενικό γραφείο ενώπιον δύο
μαρτύρων και του γραμματέα του προξενείου, αν υπάρχει, καθώς και να συντάξει
πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη. Το πρακτικό υπογράφουν ο
προϊστάμενος της προξενικής αρχής, ο γραμματέας και οι μάρτυρες. Στην
ιδιόγραφη, μυστική ή έκτακτη διαθήκη το πρωτότυπο με το τυχόν περικάλυμμα, αφού
θεωρηθούν από τον προϊστάμενο της προξενικής αρχής κατά το άρθρο 1771,
προσαρτώνται στο πρακτικό και φυλάγονται στα αρχεία του προξενείου.
Διπλό αντίγραφο του πρακτικού αποστέλλεται
από την προξενική αρχή στο υπουργείο δικαιοσύνης και αυτό στέλνει το ένα
αντίγραφο στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής
του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο αυτού του πρωτοδικείου κατά το άρθρο
1772 και το άλλο αντίγραφο στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του
Κράτους.
Άρθρο
1774
Δημοσίευση
ιδιόγραφής
Όποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη να την
εμφανίσει για δημοσίευση στο πρωτοδικείο είτε της τελευταίας κατοικίας ή
διαμονής του διαθέτη είτε της δικής του διαμονής. Η δημοσίευση γίνεται κατά το
άρθρο 1771. Η διάταξη του άρθρου 1772 εφαρμόζεται και σ' αυτήν την περίπτωση.
Άρθρο
1775
Αν αυτός που κατέχει την ιδιόγραφη διαθήκη
διαμένει στο εξωτερικό, μπορεί να την εμφανίσει για δημοσίευση και στον
προϊστάμενο της προξενικής αρχής, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου
1773.
Σχετικά με την παράδοση στον προϊστάμενο της
προξενικής αρχής της διαθήκης για δημοσίευση συντάσσεται πράξη, που την
υπογράφουν αυτός που έλαβε και αυτός που παρέδωσε τη διαθήκη.
Άρθρο
1776
Κήρυξη
κύριας
Αυτός που ζητεί να δημοσιευτεί ιδιόγραφη
διαθήκη ενώπιον δικαστηρίου μπορεί κατά τη δημοσίευσή της να προσαγάγει τρεις
μάρτυρες, οι οποίοι μαρτυρούν ενόρκως για τη γνησιότητα της γραφής ή της
υπογραφής του διαθέτη. Το δικαστήριο αφού ακούσει τους μάρτυρες μπορεί κατά τη
δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης να την κηρύξει επιπλέον κύρια.
Άρθρο
1777
Ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε και
κηρύχθηκε κύρια τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της
δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον απ' αυτούς που
αντλούν δικαιώματα απ' αυτήν και κάποιον απ' αυτούς που βλάπτονται από την
ύπαρξή της.
Άρθρο
1778
Βιβλία
δημοσιεύσεων
Οι γραμματείς των πρωτοδικών και οι
προξενικές αρχές τηρούν βιβλίο των διαθηκών που δημοσιεύονται και ο γραμματέας
του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους τηρεί βιβλίο των διαθηκών που
δημοσιεύονται από το πρωτοδικείο αυτό καθώς και από τα λοιπά πρωτοδικεία και
τις προξενικές αρχές.
Άρθρο
1779
Η μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 1769
έως 1778 δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Άρθρο
1780
Τέλη
δημοσίευσης
Τα τέλη των πρακτικών και των λοιπών
εγγράφων και αντιγράφων που αναφέρονται στα άρθρα 1769 έως 1778
προκαταβάλλονται από το δημόσιο και εισπράττονται από την κληρονομία.
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Άρθρο
1781
Διάταξη
υπέρ αόριστου προσώπου
Είναι άκυρη η διάταξη της διαθήκης υπέρ
προσώπου τόσο αόριστου ώστε ο προσδιορισμός του να είναι αδύνατος.
Άρθρο
1782
Διάταξη
εξαιτίας απειλής ή δόλου
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν
είναι προϊόν απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη.
Η διάταξη είναι επίσης ακυρώσιμη, αν είναι
προϊόν απάτης, χωρίς την οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.
Άρθρο
1783
Διάταξη
από πλάνη
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν ο
διαθέτης βρισκόταν σε πλάνη ως προς την ταυτότητα είτε του τιμώμενου που ήθελε
είτε του αντικειμένου που ήθελε να αφήσει. Η εσφαλμένη ονομασία ή περιγραφή
προσώπου ή αντικειμένου δεν παραβλάπτει το κύρος της διάταξης.
Άρθρο
1784
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν
υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αιτία που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται
στο παρελθόν, το παρόν, ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε
τη διάταξη.
Άρθρο
1785
Διάταξη
υπέρ του συζύγου
Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονόμου υπέρ του
συζύγου του, σε περίπτωση αμφιβολίας, είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης ή αν
διαθέτης, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά
του συζύγου του.
Άρθρο
1786
Παράλειψη
μεριδούχου
Η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης
παρέλειψε το μεριδούχο που υπήρχε κατά το θάνατο του και η ύπαρξη του κατά τη
σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος
μετά τη σύνταξη της. Η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης
θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση
που υπήρχε ή επήλθε.
Άρθρο
1787
Ποιος
ζητεί την ακύρωση
Την ακύρωση της διάταξης της διαθήκης στις
περιπτώσεις των άρθρων 1782 έως 1785 μπορεί να ζητήσει μόνο εκείνος που ωφελείται
άμεσα από την ακύρωση της, και στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου μόνο ο
μεριδούχος που παραλείφθηκε. Η διάταξη του άρθρου 145 δεν εφαρμόζεται στην
ακύρωση διάταξης της διαθήκης.
Άρθρο
1788
Παραγραφή
Το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας
βούλησης παραγράφεται μετά δύο έτη τη δημοσίευση της διαθήκης.
Άρθρο
1789
Εξάρτηση
διάταξης από τη γνώμη άλλου
Ο διαθέτης δεν μπορεί να εξαρτήσει την ισχύ
διάταξης τελευταίας βούλησης από τη γνώμη άλλου. Δεν μπορεί επίσης να αναθέσει
σε άλλον τον προσδιορισμό είτε του τιμώμενου προσώπου είτε του πράγματος που
καταλείπεται.
Άρθρο
1790
Διάταξη
υπέρ <<συγγενών>> κλπ.
Αν ο διαθέτης χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό
μνημόνευσε στη διαθήκη τους <<εξ αδιαθέτου>> ή τους
<<νόμιμους>> κληρονόμους του ή τους <<συγγενείς>> του,
σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχουν τιμηθεί εκείνοι που καλούνται εξ
αδιαθέτου κατά το χρόνο της επαγωγής, κατά την αναλογία της μερίδας τους.
Άρθρο
1791
Διάταξη
υπέρ του κατιόντος
Αν ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον
κατιόντα του, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν αυτός εκπέσει από οποιοδήποτε λόγο,
τη θέση του παίρνουν οι δικοί του κατιόντες, εφόσον θα καλούνται εξ αδιαθέτου.
Άρθρο
1792
Διάταξη
για τους φτωχούς
Όσα καταλείπονται στους φτωχούς χωρίς
ειδικότερο προσδιορισμό, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχουν
καταλειφθεί στο πτωχοκομείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο διαθέτης είχε
την τελευταία κατοικία ή διαμονή του. Αν δεν υπάρχει πτωχοκομείο, περιέρχονται
σε άλλο αγαθοεργό κατάστημα που βρίσκεται εκεί. Αν ούτε τέτοιο κατάστημα
υπάρχει, περιέρχονται στο ταμείο του δήμου ή της κοινότητας και ξοδεύονται για
τους φτωχούς.
Άρθρο
1793
Αμφιβολία
ως προς τον τιμώμενο
Αν ο προσδιορισμός του τιμώμένου από το
διαθέτη αρμόζει σε περισσότερα πρόσωπα και δεν μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιο
απ' αυτά απέβλεπε, θεωρείται ότι όλα αυτά τα πρόσωπα έχουν τιμηθεί κατά ίσα
μέρη.
Άρθρο
1794
Αίρεση
ακατάληπτη
Οι ακατάληπτες αιρέσεις που έχουν προστεθεί
σε διάταξη τελευταία βούλησης θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί.
Άρθρο
1795
Αίρεση
αγαμίας
Η αίρεση αγαμίας που προστίθεται σε διάταξη
τελευταίας βούλησης, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί. Είναι όμως ισχυρή η
αίρεση της χηρείας σε διάταξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου.
Άρθρο
1796
Διάταξη
δελεαστική
Η κατάλειψη με διάταξη τελευταίας βούλησης υπό
την αίρεση της αμοιβαίας ελευθεριότητας σε διαθήκη από τον κληρονόμο ή τον
κληροδόχο είναι άκυρη.
Άρθρο
1797
Αίρεση
αναβλητική
Η διάταξη διαθήκης που εξαρτάται από
αναβλητική αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει μόνο αν ο τιμώμενος με τη
διάταξη αυτή ζει όταν πληρωθεί η αίρεση.
Άρθρο
1798
Αίρεση
που επιβάλλει παράλειψη
αν με διάταξη τελευταίας βούλησης έχει
καταλειφθεί οτιδήποτε με την αίρεση ότι ο τιμώμενος θα παραλείψει κάτι ή θα
εξακολουθήσει να κάνει κάτι μέσα σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, σε περίπτωση
αμφιβολίας θεωρείται ότι η διάταξη έχει τεθεί με διαλυτική αίρεση αντιθέτου
περιεχομένου.
Άρθρο
1799
Αίρεση
που θεωρείται ότι έχει πληρωθεί
Αν απαιτείται να συμπράξει τρίτος για να
πληρωθεί η αίρεση με την οποία έχει γραφεί ο τιμώμενος, και ο τρίτος αρνείται
να συμπράξει, η αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχει πληρωθεί.
Άρθρο
1800
Ιδιότητα
του τιμώμένου
Αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη
την περιουσία του ή ποσοστό της, ο τιμώμενος θεωρείται ότι έχει εγκατασταθεί ως
κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος.
Αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον
τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε
κληρονόμος.
Άρθρο
1801
Εγκατάσταση
σε μέρος της κληρονομίας
Αν έχει εγκατασταθεί ένας μόνος κληρονόμος
και έχει περιοριστεί σε ποσοστό της κληρονομίας, ως προς το υπόλοιπο μέρος
επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Το ίδιο ισχύει και όταν έχουν εγκατασταθεί
περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό
και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο.
Άρθρο
1802
Αν, σύμφωνα με την θέληση του διαθέτη, οι
εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι, και καθένας απ' αυτούς
εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται
ανάλογη αύξηση των ποσοστών.
Άρθρο
1803
Εγκαταστάσεις
που υπερβαίνουν τον κλήρο
Αν καθένας από τους εγκαταστάτους γράφηκε σε
ποσοστό και τα ποσοστά υπερβαίνουν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη μείωση των
ποσοστών.
Άρθρο
1804
Εγκαταστάσεις
αορίστως
Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι
χωρίς προσδιορισμό των μερίδων, θεωρούνται όλοι εγκατάστατοι σε ίσα μέρη, εκτός
από τις περιπτώσεις των άρθρων 1790 και 1791.
Άρθρο
1805
Εγκαταστάσεις
με και χωρίς προσδιορισμό μερών
Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι
από τους οποίους μερικοί σε ποσοστά και άλλοι χωρίς προσδιορισμό μερίδων,
εκείνοι που έχουν αόριστα εγκατασταθεί παίρνουν ότι απομένει μετά την αφαίρεση
των ποσοστών.
Αν τα ορισμένα ποσοστά εξαντλούν τον κλήρο,
επέρχεται ανάλογη μείωση τους, έτσι ώστε καθένας από εκείνους που έχουν γραφεί
αορίστως να πάρει όση μερίδα πήρε εκείνος που εγκαταστάθηκε στο μικρότερο
ποσοστό.
Άρθρο
1806
Εγκατάσταση
σε κοινή μερίδα
Αν ορισμένοι από τους περισσότερους
εγκαταστάτους γράφηκαν σε ένα και το ίδιο ποσοστό (κοινή μερίδα) εφαρμόζονται
αναλόγως στην κοινή αυτή μερίδα οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως 1805.
Άρθρο
1807
Αν περισσότεροι εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο
τρόπο ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και ένας από αυτούς εξέπεσε
πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή, η μερίδα του προσαυξάνει στους
λοιπούς, ανάλογα με τις μερίδες τις μερίδες τους.
Αν μερικοί από τους εγκαταστάτους γράφηκαν
σε κοινή μερίδα, η προσαύξηση επέρχεται κατά προτίμηση μεταξύ τους.
Αν με την εγκατάσταση έχει διατεθεί μέρος
μόνο της κληρονομίας, και ως προς το υπόλοιπο επέρχεται εξ αδιαθέτου διαδοχή,
τότε μόνο γίνεται προσαύξηση μεταξύ των εγκαταστατών όταν έχουν γραφεί σε κοινή
μερίδα.
Ο διαθέτης μπορεί να αποκλείσει την
προσαύξηση.
Άρθρο
1808
Η μερίδα που αποκτάται κατά προσαύξηση
θεωρείται ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που βαρύνουν εκείνον που απέκτησε
ή εξέπεσε, καθώς και ως προς την υποχρέωση συνεισφοράς, ως ιδιαίτερη μερίδα.
Άρθρο
1809
Υποκατάσταση
κοινή
Ο διαθέτης μπορεί να διορίσει υποκατάστατο
κληρονόμο για την περίπτωση που ο εγκατάστατος εκπέσει είτε πριν από την
επαγωγή είτε μετά την επαγωγή.
Άρθρο
1810
Ο υποκατάστατος σε περίπτωση αμφιβολίας
θεωρείται ότι έχει ταχθεί τόσο για την περίπτωση που εκείνος που πρώτος
καλείται δεν μπορεί να είναι κληρονόμος, όσο και για την περίπτωση που δεν
θέλει να είναι κληρονόμος.
Άρθρο
1811
Υποκατάσταση
αμοιβαία
Αν οι εγκατάστατοι έχουν αμοιβαία
υποκατασταθεί ή αν για τον έναν απ' αυτούς ορίστηκαν υποκατάστατοι οι λοιποί,
σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρούνται ότι έχουν υποκατασταθεί ανάλογα με την
μερίδα τους.
Αν οι εγκατάστατοι υποκαταστάθηκαν αμοιβαία
αλλά μερικοί απ' αυτούς γράφηκαν σε κοινή μερίδα, σε περίπτωση αμφιβολίας
εκείνοι που έχουν έτσι γραφεί προηγούνται από τους λοιπούς ως υποκατάστατοί για
τη μερίδα αυτή.
Άρθρο
1812
Υποκατάσταση
και προσαύξηση
Το δικαίωμα από την υποκατάσταση προηγείται
από το δικαίωμα της προσαύξησης.
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΗ
Άρθρο
1813
Πρώτη
τάξη
Ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη
καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου. Ο πλησιέστερος απ' αυτούς αποκλείει
τον απώτερο της ίδιας ρίζας.
Στην θέση κατιόντος που δεν ζει κατά την
επαγωγή υπεισέρχονται οι κατιόντες που μέσω αυτού συνδέονται με συγγένεια με
τον κληρονομούμενο (διαδοχή κατά ρίζες).
Τα τέκνα κληρονομούν κατ' ισομοιρία.
Άρθρο
1814
Δεύτερη
τάξη
Στην δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς
του κληρονομούμενου, οι αδελφοί, καθώς και τέκνα και έγγονοι αδελφών που έχουν
πεθάνει πριν απ' αυτόν. Οι γονείς και οι αδελφοί κληρονόμοι κατ' ισομοιρία και
τα τέκνα ή οι έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο που
έχει πεθάνει πριν απ' αυτόν αποκλείουν τους εγγονούς της ίδιας ρίζας.
Άρθρο
1815
Ετεροθαλείς
αδελφοί
Ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς
ή με αμφιθαλείς ή με τέκνα ή εγγονούς αμφιθαλών αδελφών, παίρνουν το μισό της
μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς. Το μισό επίσης παίρνουν και τα τέκνα ή οι
έγγονοι ετεροθαλών αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο.
Άρθρο
1816
Τρίτη
τάξη
Στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και
οι γιαγιάδες του κληρονομουμένου και από τους κατιόντες τους τα τέκνα και οι
έγγονοι.
Αν κατά την επαγωγή ζουν οι παππούδες και οι
γιαγιάδες και των δύο γραμμών, κληρονομούν μόνο αυτοί κατ' ισομοιρία. Αν κατά
την επαγωγή δεν ζει ο παππούς ή η γιαγιά από την πατρική ή τη μητρική γραμμή,
στην θέση εκείνου που έχει πεθάνει υπεισέρχονται τα τέκνα και οι έγγονοι του.
Αν δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι, η μερίδα αυτού που έχει πεθάνει περιέχεται
στον παππού ή στην γιαγιά, της ίδιας γραμμής και. αν δεν υπάρχει, στα τέκνα και
στους εγγονούς του. Αν κατά την επαγωγή δεν ζουν ο παππούς και η γιαγιά, είτε
από την πατρική είτε από τη μητρική γραμμή και δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι
αυτών που έχουν πεθάνει κληρονομούν μόνο ο παππούς ή η γιαγιά ή τα τέκνα και οι
έγγονοι τους από την άλλη γραμμή.
Τα τέκνα κληρονομούν κατ' ισομοιρία και
αποκλείουν τους εγγονούς της ίδιας ρίζας. Οι έγγονοι κληρονομούν κατά ρίζες.
Άρθρο
1817
Τέταρτη
τάξη
Στην τέταρτη τάξη καλούνται οι προπαππούδες
και οι προγιαγιάδες του κληρονομούμενου.
Οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες που ζουν
κατά το χρόνο της επαγωγής κληρονομούν κατ' ισομοιρία ανεξάρτητα αν ανήκουν
στην ίδια ή σε διάφορες γραμμές.
Άρθρο
1818
Δικαίωμα
από περισσότερες ρίζες
Όποιος στην περίπτωση της διαδοχής κατά
ρίζες ανήκει σε περισσότερες ρίζες παίρνει τη μερίδα που ανήκει σε κάθε ρίζα.
Κάθε μερίδα θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα.
Άρθρο
1819
Διαδοχή
τάξεων
Δεν καλείται στην κληρονομία συγγενής,
εφόσον υπάρχει άλλος συγγενής προηγούμενης τάξης που καλείται ως κληρονόμος.
Άρθρο
1820
Ο
σύζυγος που επιζεί
Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί
καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο
τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό της κληρονομίας.
Επιπλέον παίρνει ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα
έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα
χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Αν όμως
υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και αυτών,
εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας.
Άρθρο
1821
Πέμπτη
τάξη
Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της
δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης, ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως
αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.
Άρθρο
1822
Αποκλεισμός
συζύγου
Το κληρονομικό δικαίωμα καθώς και το
δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο
κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή
διαζυγίου κατά του συζύγου του.
Άρθρο
1823
Προσαύξηση
Αν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος εξέπεσε πριν
από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή και από την αιτία αυτή αυξήθηκε η μερίδα
άλλου εξ αδιαθέτου κληρονόμου, το μέρος κατά το οποίο επήλθε η αύξηση αυτή
θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που
βαρύνουν τον κληρονόμο αυτόν ή εκείνον που εξέπεσε, καθώς και ως προς την
υποχρέωση της συνεισφοράς.
Άρθρο
1824
Έκτη
τάξη
Αν κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν
υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται κατά το νόμο, ούτε σύζυγος του
κληρονομούμενου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το δημόσιο.
ΠΕΜΠΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ
Άρθρο
1825
Ποσοστό
Οι κατιόντες και οι γονείς του
κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως
εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η
νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.
Ο μεριδούχος κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως
κληρονόμος.
Άρθρο
1826
Διαδοχή
ή προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα
Αν κάποιος μεριδούχος ολικά ή μερικά
αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω
αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που
έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Άρθρο
1827
Συμπλήρωση
της νόμιμης μοίρας
Αν στο μερίδιο έχει καταλειφθεί λιγότερο από
τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμα του υπάρχει για το μέρος που λείπει.
Άρθρο
1828
Κληροδοσία
στο μεριδούχο
Αν στο μεριδούχο καταλείφθηκε κληροδοσία,
μπορεί να την αποποιηθεί και να ασκήσει ολόκληρο το δικαίωμα του στη νόμιμη
μοίρα. Αν δεν αποποιηθεί την κληροδοσία, ασκεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας
για το μέρος που λείπει.
Εκείνο που βαρύνεται με την κληροδοσία
δικαιούται να τάξει στο μεριδούχο εύλογη προθεσμία για να την αποποιηθεί. Αν η
προθεσμία περάσει άπρακτη, το δικαίωμα αποποίησης χάνεται.
Άρθρο
1829
Περιορισμοί
της νόμιμης μοίρας
Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από την
διαθήκη, όσο βαραίνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί.
Άρθρο
1830
Προσδιορισμός
μερίδας
Για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου
μερίδας με βάση την οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται όσοι έχουν
αποκληρωθεί με τη διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία και όσοι έχουν
κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν.
Άρθρο
1831
Προσδιορισμός
της κληρονομίας
Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με
βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του
κληρονομούμενου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της
απογραφής της κληρονομίας.
Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία
που είχα κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο
ζούσε, χωρίς ανταλλάγματα σε μεριδούχο είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε
δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό
του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των
γονέων δεν συνυπολογίζεται ό,τι περιέρχεται ως εξαίρετο, σύμφωνα με την δεύτερη
παράγραφο του άρθρου 1820. στο σύζυγο που επιζεί.
Άρθρο
1832
Αποτίμηση
της κληρονομίας
Η αξία της κληρονομίας, εφόσον είναι
αναγκαίο, βρίσκεται με εκτίμηση. Η εκτίμηση από τον κληρονομούμενο δεν είναι
υποχρεωτική.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας
που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση δεν υπολογίζονται κατά την εκτίμηση, και
όσα εξαρτώνται από διαλυτική αίρεση υπολογίζονται χωρίς την αίρεση. Αν η αίρεση
πληρωθεί, γίνεται η εξίσωση που αρμόζει προς την κατάσταση που άλλαξε.
Για αβέβαια ή επισφαλή δικαιώματα, καθώς και
για αμφίβολες υποχρεώσεις της κληρονομίας, ισχύει ό,τι και γι' αυτά που
εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση.
Άρθρο
1833
Τι
καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα
Στην νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές
σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην
κληρονομιά σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε
διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή.
Ο υπολογισμός γίνεται και αν στην θέση του
κατιόντος που έλαβε την παροχή, υπεισέρχεται ως μεριδούχος άλλος κατιών.
Άρθρο
1834
Υπολογισμός
σε περίπτωση συνεισφοράς
Αν εφόσον υπάρχουν περισσότερες κατιόντες,
συντρέχει στην εξ αδιαθέτου διαδοχή περίπτωση συνεισφοράς, η νόμιμη μοίρα για
τον κάθε κατιόντα προσδιορίζεται με βάση την εξ αδιαθέτου μερίδα, που θα
περιεχόταν σ' αυτόν, με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς. Ο διαθέτης δεν
μπορεί να αποκλείσει τον τρόπο αυτόν υπολογισμού για οποιαδήποτε παροχή του
άρθρου 1895, ώστε να ζημιώσει ο μεριδούχος.
Η παροχή που λαμβάνεται υπόψη κατά την
προηγούμενη παράγραφο, όταν πρέπει και να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα σύμφωνα
με το άρθρο 1833, καταλογίζεται σ' αυτήν για την μισή της μόνο αξία.
Άρθρο
1835
Μέμψη
άστοργης δωρεάς
Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομούμενου, η
οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί
εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου
δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.
Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγούμενη
είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης.
Άρθρο
1836
Την αγωγή ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί
του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δωρεά
κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα. Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει
την ανατροπή καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει.
Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά το
θάνατο του κληρονομούμενου.
Άρθρο
1837
Ο δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του κατά το
μέρος που επήλθε ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για τους καρπούς, από το
χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.
Άρθρο
1838
Αν ο δωρεοδόχος είναι μεριδούχος, η ανατροπή
της δωρεάς χωρεί μόνο για ότι έλαβε επιπλέον της νόμιμης μοίρας που αναλογεί.
Άρθρο
1839
Αποκλήρωση
Ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που
αναφέρονται στο νόμο, να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα
(αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.
Άρθρο
1840
Λόγοι
υπέρ του ανιόντος
Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον
κατιόντα αν αυτός: 1. επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου
κατιόντος του διαθέτη, 2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή
στο σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών, 3. έγινε ένοχος κακουργήματος
ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, 4.
αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,
5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το
λόγο αυτό είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο.
Άρθρο
1841
Λόγοι
υπέρ του κατιόντος
Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το γονέα
του αν συντρέχει ένας από τους λόγους αποκλήρωσης που αναφέρονται στο προηγούμενο
άρθρο αριθ. 1, 3 και 4.
Άρθρο
1842
Λόγος
υπέρ του συζύγου
Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγο
του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για
βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του.
Άρθρο
1843
Πότε
πρέπει να υπάρχει ο λόγος
Ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει
κατά το χρόνο που συντάσσεται ή διαθήκη και να αναφέρεται σ' αυτή.
Εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση
οφείλει να αποδείξει το λόγο της.
Άρθρο
1844
Συγγνώμη
του λόγου
Το δικαίωμα της αποκλήρωσης αποσβήνεται με
συγγνώμη. Η συγγνώμη που επέρχεται μετά τη διάταξη της αποκλήρωσης καθιστά την
αποκλήρωση ανίσχυρη.
Άρθρο
1845
Αποκλήρωση
για λόγους πρόνοιας
Αν ο μεριδούχος κατιών ζει βίο άσωτο ή είναι
καταχρεωμένος, ο διαθέτης μπορεί είτε να διατάξει με τη διαθήκη να περιέλθει η
νόμιμη μοίρα του στους κατιόντες του μεριδούχου κατ' αναλογία προς τις εξ
αδιαθέτου μερίδες τους, είτε να ορίσει εκτελεστή για να τη διοικεί είτε και τα
δύο.
Στη διαθήκη πρέπει να αναφέρεται ο λόγος και
να λαμβάνεται πρόνοια για τη συντήρηση του μεριδούχου. Εκείνος που επικαλείται
τη διάταξη της διαθήκης οφείλει να αποδείξει το λόγο της.
Η διάταξη δεν ισχύει, αν κατά το θάνατο του
διαθέτη έπαψε να υπάρχει ο λόγος της.
ΕΚΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο
1846
Αυτοδίκαιη
κτήση
Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την
κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου
1198.
Άρθρο
1847
Αποποίηση
Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την
κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την
επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν
από τη δημοσίευση της διαθήκης.
Αν ο κληρονόμος είχε την τελευταία κατοικία
του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διάμενε στο
εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους.
Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους
λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή.
Άρθρο
1848
Δήλωση
αποποίησης
Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα
του δικαστηρίου της κληρονομίας. Για αποποίηση που γίνεται με αντιπρόσωπο
απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Το δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί την
κληρονομία που του έχει επαχθεί εξ αδιαθέτου.
Άρθρο
1849
Η αποποίηση είναι άκυρη αν ο κληρονόμος έχει
ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομία. Από τη σύνταξη απογραφής
της κληρονομίας και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.
Άρθρο
1850
Η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την
πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία
θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή.
Άρθρο
1851
Αποποίηση
χωρίς επαγωγή
Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας
είναι άκυρη, αν έγινε πριν από την επαγωγή ή από πλάνη ως προς το λόγο της
επαγωγής. Επίσης Ιανοί άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της
κληρονομίας.
Άρθρο
1852
Αποποίηση
και αποδοχή από άλλο λόγο
Εκείνος που αποποιήθηκε την κληρονομία που
του έχει επαχθεί από διαθήκη μπορεί να την αποδεχτεί, αν ύστερα του επαχθεί εξ
αδιαθέτου.
Άρθρο
1853
Περισσότερες
μερίδες
Αν ο κληρονόμος καλείται σε περισσότερες μερίδες
από τον ίδιο ή από διάφορους λόγους, μπορεί να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί κάθε
μία απ' αυτές χωριστά, εκτός αν ο διαθέτης διέταξε διαφορετικά.
Άρθρο
1854
Οι
κληρονόμοι του κληρονόμου
Το δικαίωμα για αποποίηση της κληρονομία
μεταβαίνει στους κληρονόμους του κληρονόμου.
Άρθρο
1855
Αν πεθάνει ο κληρονόμος πριν από την
παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση, η προθεσμία αυτή δεν λήγει πριν από την
παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση που τάσσεται για την κληρονομία του
κληρονόμου.
Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι του
κληρονομούμενου, ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία κατά το μέρος
που αντιστοιχεί στη μερίδα του.
Άρθρο
1856
Συνέπειες
της αποποίησης
Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία η
επαγωγή προς εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομία
επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε
κατά το θάνατο του κληρονομούμενου. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το
θάνατο του κληρονομούμενου.
Άρθρο
1857
Αμετάκλητο
της αποποίησης
Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας
είναι αμετάκλητη.
Η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε
πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες
- η αγωγή για την ακύρωση τους παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο.
Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το
παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης.
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται
και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.
Άρθρο
1858
Αγωγές
κατά της κληρονομίας
Όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί
την κληρονομία δεν μπορεί να ασκηθεί δικαστικώς εναντίον του αξίωση που
στρέφεται κατά της κληρονομίας, εκτός αν έχει διοριστεί κηδεμόνας της
σχολάζουσας κληρονομίας.
Άρθρο
1859
Η
διαχείριση πριν από την αποποίηση
Διαχειριστική πράξη που έγινε από εκείνον
που αποποιήθηκε, πριν από την αποποίηση της κληρονομίας, κρίνεται απέναντι στον
κληρονόμο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
Η διάθεση αντικειμένου πριν από την
αποποίηση της κληρονομίας, από εκείνον που την αποποιήθηκε, εφόσον δεν μπορούσε
χωρίς ζημία της κληρονομίας να αναβληθεί, καθώς και η μονομερής δικαιοπραξία
τρίτου προς αυτόν ως κληρονόμο, παραμένουν ισχυρές και μετά την αποποίηση.
ΕΒΔΟΜΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ
Άρθρο
1860
Λόγοι
Ανάξιος να κληρονομήσει είναι: 1. εκείνος
που από πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τον κληρονομούμενο, τα
τέκνα, τους γονείς ή το σύζυγο του κληρονομούμενου, 2. εκείνος που
καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομούμενου για κακούργημα, 3. εκείνος
που από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να
ανακαλέσει διαθήκη, 4. εκείνος που με απάτη παρακίνησε ή παράνομα ή αντίθετα
προς τα χρηστά ήθη με απειλή ανάγκασε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να
αλλάξει διαθήκη, 5. εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη του
κληρονομουμένου.
Άρθρο
1861
Συγγνώμη
Η αναξιότητα εκλείπει, αν ο κληρονομούμενος
με δημόσιο έγγραφο ή με διαθήκη συγχώρησε τον ανάξιο.
Άρθρο
1862
Κήρυξη
της αναξιότητας
Η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση
- τη σχετική αγωγή έχει δικαίωμα να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον
παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού του ίδιου είτε άλλου που καλείται
ύστερα απ' αυτόν.
Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την
επαγωγή της κληρονομίας στον ανάξιο - αν πρόκειται για ανάξιο
καταπιστευματοδόχο, η παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον κληρονόμο.
Άρθρο
1863
Συνέπειες
Άμα γίνει τελεσίδικη η απόφαση που κηρύσσει
την αναξιότητα, η επαγωγή προς τον ανάξιο θεωρείται σαν να μην έχει γίνει. Η
κληρονομία επάγεται σ' εκείνον που θα είχε σειρά να κληθεί, αν ο ανάξιος δεν
ζούσε κατά την επαγωγή. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του
κληρονομουμένου.
Άρθρο
1864
Οι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται
και ως προς το μεριδούχο, καθώς επίσης και ως προς τον κληροδόχο.
ΟΓΔΟΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΧΟΛΑΖΟΥΣΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Άρθρο
1865
Περιπτώσεις
Αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι
βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία, το δικαστήριο της κληρονομίας ύστερα από
αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διορίζει κηδεμόνα
της κληρονομίας. Σε κατεπείγουσες περιστάσεις ο εισαγγελέας πρωτοδικών διορίζει
προσωρινό κηδεμόνα. Αυτός οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να προκαλέσει το
διορισμό οριστικού κηδεμόνα από το δικαστήριο.
Άρθρο
1866
Εξουσία
του κηδεμόνα
Ο κηδεμόνας αντιπροσωπεύει τον κληρονόμο και
διαχειρίζεται την κληρονομία, έχοντας την υποχρέωση να ενεργήσει τη σφράγιση
και την απογραφή της και να λάβει κάθε συντηρητικό μέτρο καθώς και να εισπράξει
τις απαιτήσεις και να καταθέσει έντοκα τα χρήματα σε ασφαλή τράπεζα. Χωρίς
άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας δεν μπορεί να εκποιεί αντικείμενα της, να
συνάπτει δάνεια και συμβιβασμούς ούτε να εκμισθώσει κινητά ή ακίνητα της
κληρονομίας πέρα από μια διετία.
Άρθρο
1867
Μητέρα
κληρονόμου που κυοφορείται
Αν ο κληρονόμος κυοφορείται κατά το θάνατο
του κληρονομουμένου, η μητέρα, αν δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό της, μπορεί
να απαιτήσει ανάλογη διατροφή από την κληρονομική μερίδα του κυοφορούμενου, έως
τον τοκετό. Για να καθοριστεί η κληρονομική μερίδα θεωρείται ότι θα γεννηθεί
ένα μόνο τέκνο.
Άρθρο
1868
Όταν
δεν βρίσκεται κληρονόμος
Αν δεν βρεθεί κληρονόμος μέσα σε προθεσμία
ανάλογη προς τις περιστάσεις, το δικαστήριο της κληρονομίας βεβαιώνει ότι δεν
υπάρχει άλλος κληρονόμος, εκτός από το δημόσιο. Η βεβαίωση δημιουργεί τεκμήριο
ότι το δημόσιο είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
Άρθρο
1869
Το δικαστήριο πριν από τη βεβαίωση διατάζει
να δημοσιευτεί πρόσκληση, για να αναγγελθούν εκείνοι που αξιώνουν κληρονομικό
δικαίωμα, και καθορίζει συνάμα τα σχετικά με τη δημοσίευση και την προθεσμία
της αναγγελίας. Αν οι δαπάνες της δημόσιας πρόσκλησης είναι δυσανάλογα μεγάλες
σε σχέση με την κληρονομία, μπορεί αντί για δημοσίευση να γίνει ειδική
πρόσκληση προς τους πιθανούς κληρονόμους.
Αν μέσα στην ορισμένη προθεσμία δεν αναγγέλθηκε
κληρονόμος ή το δικαίωμα εκείνου που εμπρόθεσμα αναγγέλθηκε κριθεί ανυπόστατο,
το δικαστήριο προχωρεί στη βεβαίωση που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο.
Άρθρο
1870
Πριν από τη δικαστική βεβαίωση ότι δεν
υπάρχει άλλος κληρονόμος, δεν μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα από το δημόσιο ή κατά
του δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου.
ΕΝΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΓΩΓΗ ΠΕΡΙ ΚΛΗΡΟΥ
Άρθρο
1871
Εναγόμενος
Ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να απαιτήσει από
εκείνο που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας (νομέα της
κληρονομίας) την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση της
κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν.
Άρθρο
1872
Αντικείμενο
Ως αντικείμενο της κληρονομίας κατά το
προηγούμενο άρθρο θεωρούνταν επίσης και: 1. εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος
κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη και αν είχε
αποβληθεί όταν ζούσε, 2. καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία
χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. Όταν ο κληρονομούμενος λάβει εκείνο που
προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη,
κυρώνεται.
Άρθρο
1873
Μη
αυτούσια απόδοση
Εφόσον ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε
θέση να την αποδώσει αυτουσίως, ευθύνεται κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Άρθρο
1874
Καλόπιστος
νομέας. Ωφελήματα
Ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει
υποχρέωση να αποδώσει τα ωφελήματα που εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής
και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο μέτρο που έγινε απ'
αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας
απέκτησε κατά κυριότητα.
Άρθρο
1875
Δαπάνες
Ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει
δικαίωμα να απαιτήσει κάθε δαπάνη που έγινε υπέρ της κληρονομίας ή υπέρ των
κληρονομιαίων αντικειμένων, εφόσον η δαπάνη αυτή δεν καλύπτεται κατά τον
υπολογισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με το άρθρο 1873. Στις δαπάνες
ανήκει και οτιδήποτε ο νομέας κατέβαλε για να αποσβέσει βάρη ή χρέη της
κληρονομίας.
Ο νομέας, για την απαίτηση των δαπανών, έχει
δικαίωμα να αντιτάξει επίσχεση των κληρονομιαίων ενσωμάτων.
Άρθρο
1876
Επίδοση
της αγωγής
Αν μετά την επίδοση της αγωγής τα
κληρονομιαία χειροτέρεψαν ή καταστράφηκαν ή από άλλο λόγο δεν μπορούν να
αποδοθούν, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις διατάξεις που
ρυθμίζουν την ευθύνη του νομέα πράγματος μετά την επίδοση της διεκδικητικής
αγωγής.
Το ίδιο ισχύει και για τη μετά την επίδοση
της αγωγής ωφελήματα που ο εναγόμενος εξήγαγε, ή για την επαύξηση των
κληρονομιαίων ενσωμάτων, καθώς επίσης και για τις απαιτήσεις του νομέα από
δαπάνες που έγιναν μετά την επίδοση της αγωγής.
Άρθρο
1877
Κακόπιστος
νομέας
Αν ο νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος
όταν απέκτησε τη νομή ή αργότερα έμαθε ότι δεν Ιανοί κληρονόμος, ευθύνεται από
το χρόνο αυτό κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.
Δεν αποκλείεται και περαιτέρω ευθύνη του από
υπερημερία.
Άρθρο
1878
Αν ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε τη νομή
κάποιου αντικειμένου της με κολάσιμη πράξη, ευθύνεται κατά τις διατάξεις για
τις αδικοπραξίες.
Άρθρο
1879
Χρησικτησία
κατά κληρονόμου
Εφόσον δεν έχει παραγραφεί η αγωγή κλήρου, ο
νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεστεί κατά του κληρονόμου τη
χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην κληρονομία.
Άρθρο
1880
Υποχρέωση
παροχής πληροφοριών
Ο νομέας της κληρονομίας, έχει υποχρέωση να
δώσει στον κληρονόμο πληροφορίες για την κατάσταση της κληρονομίας, καθώς και
για την τύχη των αντικειμένων της. Την ίδια υποχρέωση έχει και: 1. όποιος,
χωρίς να είναι νομέας της κληρονομίας, παίρνει απ' αυτήν ένα πράγμα στη νομή
του πριν καταλάβει τη νομή ο κληρονόμος, 2. όποιος κατά το θάνατο του
κληρονομούμένου βρισκόταν μ' αυτόν σε οικιακή κοινωνία.
Άρθρο
1881
Έγερση
ειδικής αγωγής
Ο νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις
διατάξεις της αγωγής περί κλήρου, αν ακόμη ο κληρονόμος εγείρει εναντίον του
τις αρμόζουσες ειδικές αγωγές για τα αντικείμενα της κληρονομίας.
Άρθρο
1882
Εκείνο
που αποκτά από τα νομέα
Έναντι του κληρονόμου νομέας της κληρονομίας
θεωρείται επίσης και όποιος αποκτά με σύμβαση την κληρονομία από το νομέα.
Άρθρο
1883
Σε
περίπτωση άφαντου
Αν εμφανιστεί εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος,
μπορεί να απαιτήσει την απόδοση της περιούσιας του κατά τις διατάξεις της
αγωγής περί κλήρου. Όσο ζει ακόμη εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος η παραγραφή της
απαίτησης του δεν λήγει πριν μάθει ότι κηρύχθηκε άφαντος και περάσει από τότε
ένα έτος.
Το ίδιο ισχύει και αν από πλάνη κάποιος
κρίθηκε ότι πέθανε, χωρίς να έχει κηρυχθεί άφαντος.
ΔΕΚΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ
Άρθρο
1884
Κοινωνία
Αν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι, η
κληρονομία γίνεται κοινή κατά το λόγο της μερίδας του καθενός. Αν δεν ορίζει
διαφορετικά ο νόμος, στην κοινωνία μεταξύ των συγκληρονόμων εφαρμόζονται οι
γενικές διατάξεις για την κοινωνία.
Άρθρο
1885
Μερισμός
απαιτήσεων και χρεών
Οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας
διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του
καθενός.
Άρθρο
1886
Διάθεση
μερίδας
Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να διαθέσει τη μερίδα
του στην κληρονομία ή σε κάθε αντικείμενό της.
Άρθρο
1887
Διανομή
Κάθε συγκληρονόμος έχει δικαίωμα οποτεδήποτε
να ζητήσει τη διανομή της κληρονομίας. Ο διαθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει τη
διανομή για χρονικό διάστημα μακρότερο από δέκα χρόνια από το θάνατο του.
Άρθρο
1888
Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει
αυτούσια τη μερίδα του στα κινητά και τα ακίνητα της κληρονομίας.
Έγγραφα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις
του κληρονομούμενου ή της οικογένεια του ή ολόκληρη την κληρονομία παραμένουν
κοινά και παραδίδονται για φύλαξη σε ένα συγκληρονόμο που ορίζεται από το
δικαστήριο της διανομής.
Άρθρο
1889
Ρύθμιση
ως προς την οικογενειακή στέγη
Αν υπάρχει κληρονομία που πρέπει να
διανεμηθεί, ακίνητο που χρησίμευε όσο ζούσε ο κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος
διαμονής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί, το δικαστήριο μπορεί, κατά
τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του τελευταίου, εκτιμώντας τις
ειδικές περιστάσεις, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σ'
αυτόν. Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομούμενου είναι
μεγαλύτερη από την αξία της, κληρονομικής μερίδας του συζύγου που επιζεί, η
επιδίκαση γίνεται αφού ο τελευταίος καταβάλει τη διαφορά. Η διάταξη αυτή
εφαρμόζεται και σε περίπτωση διανομής μόνο του ακινήτου που χρησίμεύε ως
οικογενειακή στέγη, αν αυτό περιήλθε σε περισσότερους, ανάμεσα στους οποίους
είναι ο σύζυγος που επιζεί.
Άρθρο
1890
Τρόπος
διανομής με διαθήκη
Ο κληρονομούμενος μπορεί να ορίσει με
διαθήκη τον τρόπο της διανομής. Ιδίως μπορεί να αναθέσει τον τρόπο της διανομής
στην εύλογη κρίση τρίτου.
Άρθρο
1891
Νέμηση
ανιόντος
Ο ανιών μπορεί όσο ζει να διανείμει την
περιουσία του μεταξύ των κατιόντων του (νέμηση). Η διανομή γίνεται με σύμβαση
και περιλαμβάνει μόνο την περιουσία που υπάρχει αυτή για τις διατάξεις της
διαθήκης του.
Άρθρο
1892
Στοιχεία περιουσίας που δεν έχουν περιληφθεί
στη νέμεση διανέμονται όπως ορίζει ο νόμος.
Άρθρο
1893
Η νέμηση στην οποία έχει παραλειφθεί
μεριδούχος κατιών είναι άκυρη ως προς αυτόν κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας.
Άρθρο
1894
Εφόσον με τη νέμηση έχει προσβληθεί η νόμιμη
μοίρα κατιόντος, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1827.
ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ
Άρθρο
1895
Τι
συνεισφέρεται
Οι κατιόντες όταν κληρονομήσουν εξ
αδιαθέτου, έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν ο ένας στον άλλο οτιδήποτε τους
δώρισε ή οπωσδήποτε τους παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα ο κληρονομούμενος, όσο
ζούσε, καθώς και ό,τι δαπάνησε για την επαγγελματική μόρφωσή τους, εφόσον αυτό
υπερέβαινε ό,τι θα ήταν σύμφωνο με την οικονομική κατάσταση του κληρονομούμενου.
Δεν υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, αν ο κληρονομούμενος το όρισε έδωσε την
παροχή ή έκανε τη δαπάνη.
Άρθρο
1896
Συνεισφορά
στη θέση άλλου
Αν ο κατιών που ως κληρονόμος θα είχε
υποχρέωση συνεισφοράς έχει εκπέσει πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του
κληρονομούμενου, ο κατιών που παίρνει τη θέση του έχει υποχρέωση να συνεισφέρει
τις παροχές που έγιναν σ' εκείνο που έχει εκπέσει.
Αν ο κληρονομούμενος όρισε υποκατάστατο για
τον κατιόντα που έχει εκπέσει, σε περίπτωση αμφιβολίας ο υποκατάστατος έχει υποχρέωση
να συνεισφέρει τις παροχές που έγιναν σ' εκείνον που έχει εκπέσει.
Άρθρο
1897
Συνεισφορά
σε περίπτωση διαδοχής από διαθήκη
Αν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε κληρονόμους
τους κατιόντες του με την ίδια αναλογία μερίδων που θα κληρονομούσαν και χωρίς
διαθήκη, σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς στην έκταση που
θα υπήρχε και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Άρθρο
1898
Παροχή
σε απώτερο κατιόντα
Παροχή που έκανε ο κληρονομούμενος σε
απώτερο κατιόντα πριν εκπέσει ο εγγύτερος κατιών που τον αποκλείει, η σε
κατιόντα που υπεισέρχεται ως υποκατάστατος άλλου κατιόντος κατά την παροχή
διέταξε τη συνεισφορά.
Το ίδιο ισχύει και για όποιον έλαβε παροχή
από τον κληρονομούμενο πριν αποκτήσει τη νομική θέση κατιόντος.
Άρθρο
1899
Πώς
γίνεται η συνεισφορά
Η συνεισφορά γίνεται με τον υπολογισμό της
αξίας της παροχής, για την οποία υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, στην κληρονομία
που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των κατιόντων και με την αφαίρεση κατόπιν της
αξίας της από τη μερίδα εκείνου που έχει υποχρέωση συνεισφοράς.
Για τον προσδιορισμό της αξίας της παροχής
λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έγινε η παροχή.
Άρθρο
1900
Μεγαλύτερη
αξία της παροχής που συνεισφέρεται
Αν η αξία της παροχής που πρέπει να
συνεισφέρει ο κατιόν είναι μεγαλύτερη από τη μερίδα που του ανήκει, δεν έχει
υποχρέωση για το επιπλέον. Σε τέτοια περίπτωση η κληρονομία διανέμεται μεταξύ
των λοιπών κληρονόμων χωρίς να υπολογίζεται η παροχή που έπρεπε να συνεισφέρει
ο κατιών.
ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΜΕ ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Άρθρο
1901
Ευθύνη
απλού κληρονόμο
Ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του
περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας. Οι κληροδοσίες και οι τρόποι
εκπληρώνονται μετά τις λοιπές υποχρεώσεις.
Άρθρο
1902
Αποδοχή
με το ευεργέτημα της απογραφής
Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί
την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της
απογραφής. Η δήλωση γίνεται στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομία.
Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το
ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή
της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής.
Άρθρο
1903
Προθεσμία
απογραφής
Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να
τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες
αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο
1904
Ευθύνη
κληρονόμου με απογραφή
Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις
υποχρεώσεις της κληρονομίας έως το ενεργητικό της. Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται
ως προ; τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομίας.
Άρθρο
1905
Η
κληρονομία χωριστή ομάδα
Αφότου γίνει δήλωση της αποδοχής της
κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και
αποτελούν χωριστή ομάδα.
Άρθρο
1906
Εγγραφή
υποθήκης
Αν έγινε αποδοχή της κληρονομίας με το
ευεργέτημα της απογραφής, κάθε εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης που έγινε πάνω
στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, δεν
παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.
Άρθρο
1907
Διοίκηση
κληρονομίας
Ο κληρονόμος με απογραφή διοικεί την ομάδα
της κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία.
Άρθρο
1908
Εκποίηση
ακινήτων και τίτλων
Ο κληρονόμος με απογραφή δεν μπορεί να
εκποιήσει χωρίς άδεια του δικαστηρίου ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια
χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών. Τα ακίνητα εκποιούνται με
πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
Άρθρο
1909
Παραχώρηση
περιουσίας
Ο κληρονόμος με απογραφή έχει δικαίωμα να
παραχωρήσει την κληρονομική περιουσία στους δανειστές της κληρονομίας και στους
κληροδόχους σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Με την
παραχώρηση αυτή απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αυτούς.
Άρθρο
1910
Αγωγές
του κληρονόμου κατά τις κληρονομίας
Οι αγωγές του κληρονόμου με απογραφή κατά
της κληρονομίας απευθύνονται κατά των λοιπών κληρονόμων και, αν δεν υπάρχουν
άλλοι, διορίζεται ειδικός κηδεμόνας για τη διεξαγωγή της δίκης, κατά τις
διατάξεις για τον κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας.
Άρθρο
1911
Έκπτωση
από το ευεργέτημα
Ο κληρονόμος χάνει το ευεργέτημα της
απογραφής: 1. αν δεν συνέταξε εμπρόθεσμα απογραφή, 2. αν δολίως έκανε ανακριβή
απογραφή, 3. σε περίπτωση δόλου σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομικής
ομάδας, 4. αν εκποίησε ακίνητα ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες
ανώνυμων εταιριών χωρίς άδεια του δικαστηρίου.
Άρθρο
1912
Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με
περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας
γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα
επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα
πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την υπογραφή.
ΔΕΚΑΤΟ
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο
1913
Πότε
διατάζεται
Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί ύστερα
από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της, να διατάξει την εκκαθάριση της
κληρονομίας.
Η εκκαθάριση διατάζεται και αν ακόμα η
κληρονομία σχολάζει ή ο κληρονόμος τη δέχτηκε με το ευεργέτημα της απογραφής.
Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την
αίτηση, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλεια υπέρ του δανειστή που τη ζήτησε.
Άρθρο
1914
Η
κληρονομία χωριστή ομάδα
Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει
την εκκαθάριση, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται
αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα που
διοικείται από τον εκκαθαριστή - κάθε εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης, που
έγινε στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του κληρονομουμένου,
δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.
Άρθρο
1915
Διορισμός
εκκαθαριστών
Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση
διορίζει εκκαθαριστή της κληρονομίας. Εκκαθαριστής μπορεί να διοριστεί και ο
κληρονόμος ή ένας από τους κληρονόμους, αν έχει πλήρη ικανότητα για
δικαιοπραξία.
Άρθρο
1916
Πρόσκληση
κληρονομικών δανείων
Ο εκκαθαριστής μέσα σε ένα μήνα από την
κοινοποίηση σ' αυτόν της απόφασης δημοσιεύει στον τύπο περίληψη της με
πρόσκληση των δανειστών της κληρονομίας να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και
τα δικαιολογητικά τους στοιχεία.
Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση
καθορίζει τα σχετικά με τη δημοσίευση. Σε κάθε περίπτωση η περίληψη με την
πρόσκληση των δανειστών δημοσιεύεται σε εφημερίδα της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής
του κληρονομούμενου.
Άρθρο
1917
Αναγγελία
δανειστών
Μέσα σε τέσσερις μήνες από την τελευταία
δημοσίευση που γίνεται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, όποιος θεωρεί τον εαυτό
του δανειστή της κληρονομίας οφείλει να αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτηση
του με τα δικαιολογητικά στοιχεία.
Με βάση τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν ο
εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, μέσα σε τρεις μήνες από την παρέλευση της
προθεσμίας για αναγγελία, να τελειώσει την απογραφή της κληρονομίας. Το
δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία για σπουδαίους
λόγους.
Άρθρο
1918
Έργο
του εκκαθαριστή
Ο εκκαθαριστής διοικεί την ομάδα της
κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει.
Έως το τέλος της απογραφής επαληθεύει τις
υποχρεώσεις της κληρονομίας, εισπράττει τις απαιτήσεις και εκποιεί τα κινητά
και ακίνητά της.
Κάθε χρηματικό ποσόν που εισπράττεται
κατατίθεται εντόκως σε ασφαλή τράπεζα.
Σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων ή δημόσιων
χρεογράφων ή μετοχών ή ομολογιών ανώνυμων εταιριών εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 1908.
Άρθρο
1919
Αμοιβή
του
Ο εκκαθαριστής έχει δικαίωμα να λάβει
ανάλογη αμοιβή, που ορίζεται από το δικαστήριο της κληρονομίας. Το δικαστήριο
ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα
δύσκολο.
Άρθρο
1920
Ανεπάρκεια
κληρονομίας
Αν από την απογραφή προκύπτει ότι το
ενεργητικό της κληρονομίας δεν είναι αρκετό για την εξόφληση των υποχρεώσεων
της, ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, πριν εξοφλήσει οποιοδήποτε δανειστή, να
ζητήσει από το δικαστήριο της κληρονομίας να ρυθμίσει τη σύμμετρη πληρωμή όλων
των δανειστών, χωρίς να θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι
υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το
θάνατο του κληρονομούμενου.
Οι δανειστές υπό αίρεση κατατάσσονται με την
αίρεση αυτή.
Άρθρο
1921
Δανειστές
που δεν αναγγέλθηκαν
Οι δανειστές της κληρονομίας, που δεν
αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμά κατά το άρθρο 1917 ικανοποιούνται μόνο αν μετά την
εξόφληση όσων αναγγέλθηκαν απομείνει κληρονομική περιουσία.
Άρθρο
1922
Εκκαθάριση
και περιορισμός της ευθύνης
Με την απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση
της κληρονομίας δεν περιορίζεται η ευθύνη του κληρονόμου για τις υποχρεώσεις
της κληρονομίας, εφόσον δεν είναι κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής.
Αλλά αν έχει τέτοια ιδιότητα, από τη δημοσίευση της απόφασης παύουν τα
καθήκοντά του ως κληρονόμου με απογραφή.
ΔΕΚΑΤΟ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΜΑ
Άρθρο
1923
Έννοια
Ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον
κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την
κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο).
Τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί
στον καταπιστευματοδόχο.
Άρθρο
1924
Με την επιφύλαξη του άρθρου 1711 εδ. β', αν
ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συλληφθεί κατά το
θάνατό του, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.
Το ίδιο ισχύει και όταν εγκαταστάθηκε
κληρονόμος νομικό πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά το θάνατο του
διαθέτη.
(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο παρ.2 του ν 3089/2002)
Άρθρο
1925
Εγκατάσταση
με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο
με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που δεν είχε πληρωθεί κατά το θάνατο του
διαθέτη, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.
Το ίδιο ισχύει και αν ο προσδιορισμός του
εγκαταστάτου εξαρτάται από γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη.
Άρθρο
1926
Εγκατάσταση
με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο
με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, χωρίς να ορίσει τον καταπιστευματοδόχο, θεωρείται
καταπιστευματοδόχος το πρόσωπο που θα κληρονομούσε το διαθέτη εξ αδιαθέτου αν ο
διαθέτης πέθαινε κατά την πλήρωση της αίρεσης ή προθεσμίας.
Άρθρο
1927
Απαγόρευση
εκποίησης ή διάθεσης
Αν ο διαθέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την
εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεση της με διάταξη τελευταίας βούλησης, σε
περίπτωση αμφιβολίας οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κληρονόμου θεωρούνται
καταπιστευματοδόχοι.
Άρθρο
1928
Αν ο διαθέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την
εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεση της με διάταξη τελευταίας βούλησης και
συγχρόνώς προσδιόρισε το πρόσωπο για χάρη του οποίου έταξε την απαγόρευση, σε
περίπτωση αμφιβολίας το πρόσωπο που προσδιορίστηκε μ' αυτό τον τρόπο θεωρείται
καταπιστευματοδόχος.
Άρθρο
1929
Οικογενειακό
καταπίστευμα
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και
έρισε η κληρονομία ή ποσοστό της διατηρηθεί στην οικογένειά του, με την
επιφύλαξη της διάταξη του άρθρου 1923 παρ. 2 θεωρείται σε περίπτωση αμφιβολίας
καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν
εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το θάνατο του εγκαταστάτου.
Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη
δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.
Άρθρο
1930
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και
όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην οικογένεια του κληρονόμου,
με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ. 2 θεωρούνται σε περίπτωση
αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα
που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονόμο.
Για άλλους απώτερους συγγενείς του
κληρονόμου δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.
Άρθρο
1931
Ειδική
περίπτωση βεβαρημένου
Στις περιπτώσεις των άρθρων 1924 και 1925
ωσότου γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο χωρεί ως προς τη
μερίδα του η εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Άρθρο
1932
Σιωπηρή
υποκατάσταση
Όποιος εγκαταστάθηκε ως καταπιστευματοδόχος
σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχει οριστεί και ως υποκατάστατος του
κληρονόμου.
Άρθρο
1933
Άτεκνος
κατιών
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε καταπιστευματοδόχο
για την περίπτωση θανάτου του κατιόντος του, που κατά τη σύνταξη της διαθήκης
ήταν άτεκνος, ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται ότι εγκαταστάθηκε για την
περίπτωση που ο κατιών θα πέθαινε άτεκνος.
Άρθρο
1934
Έκταση
καταπιστεύματος
Το δικαίωμα του καταπιστευματοδόχου σε
περίπτωση αμφιβολίας εκτείνεται και στην μερίδα που απέκτησε ο κληρονόμος από
την έκπτωση κάποιου συγκληρονόμου. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν περιλαμβάνει και
το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον κληρονόμο.
Άρθρο
1935
Χρόνος
επαγωγής
Η επαγωγή της κληρονομίας στον
καταπιστευματοδόχο επέρχεται μόλις πεθάνει ο κληρονόμος, αν ο διαθέτης δεν
έταξε κάποιο άλλο γεγονός ή χρονικό σημείο.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 1924 η επαγωγή
επέρχεται μόλις γίνει ο τοκετός ή μόλις συσταθεί το νομικό πρόσωπο.
Άρθρο
1936
Ύπαρξη
του τιμώμενου προσώπου
Καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο
όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σ' αυτόν η
κληρονομία.
Αν ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή δεν έχει
συλληφθεί κατ' αυτό το χρόνο, εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, η
κληρονομία παραμένει στον κληρονόμο.
Άρθρο
1937
Δικαιώματα
βεβαρημένου
Ωσότου γίνει η επαγωγή στον
καταπιστευματοδόχο κληρονόμος ασκεί τις κληρονομικές αγωγές και διαχειρίζεται
την κληρονομία απέναντι στον καταπιστευματοδόχο ευθύνεται για όση επιμέλεια
δείχνει στις δικές του υποθέσεις.
Διάθεση των αντικειμένων της κληρονομίας, αν
ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, συγχωρείται μόνο όταν επιβάλλεται από τους
κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος
ή στην περίπτωση του άρθρου 1939. Κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει
η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο.
Άρθρο
1938
Δαπάνες
Ωσότου γίνει η επαγωγή στον
καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος βαρύνεται μόνο με τις αναγκαίες δαπάνες και με τις
δαπάνες για την παραγωγή καρπών, καθώς και με τα τακτικά βάρη των κληρονομιαίων
αντικειμένων. Κάθε άλλη δαπάνη κρίνεται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση
αλλοτρίων.
Άρθρο
1939
Αποκατάσταση
του υπολοίπου
Αν ο καταπιστευματοδόχος εγκαταστάθηκε σε
ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο της επαγωγής σ' αυτόν, ή αν ο
διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον κληρονόμο, αυτός έχει δικαίωμα να
διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα.
Άρθρο
1940
Αποδοχή
ή αποποίηση του καταπιστεύματος
Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον
καταπιστευματοδόχο αυτός δικαιούται να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία
κατά τις διατάξει για την αποδοχή ή την αποποίηση της.
Άρθρο
1941
Αποκατάσταση
και αποτέλεσμα
Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον
καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να
παραδώσει την κληρονομία στην κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από τακτική
διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή. Ο
καταπιστευματοδόχος έχει δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία.
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που
αποσβέστηκαν με την σύγχυση αναβιώνουν αυτοδικαίως.
ΔΕΚΑΤΟ
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο
1942
Πώληση
της κληρονομίας
Ο κληρονόμος μπορεί να πουλήσει την
κληρονομία που του έχει επαχθεί, ολόκληρη ή ποσοστό της.
Η πώληση γίνεται με συμβολαιογραφικό
έγγραφο.
Άρθρο
1943
Τι
περιλαμβάνει
Κάθε όφελος που προέρχεται από τη ματαίωση
κληροδοσίας ή τρόπου ή από καταπίστευμα ή από την υποχρέωση συγκληρονόμου για
συνεισφορά ανήκει στον αγοραστή.
Άρθρο
1944
Κληρονομική μερίδα που επάγεται στον πωλητή
μετά την αγοραπωλησία από καταπίστευμα ή από έκπτωση συγκληρονόμου, καθώς και
το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον πωλητή, σε περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται
ότι περιλαμβάνονται στην πώληση.
Το ίδιο ισχύει και για οικογενειακά έγγραφα
και κειμήλια.
Άρθρο
1945
Υποχρεώσεις
του πωλητή
Ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον
αγοραστή τα αντικείμενα της κληρονομίας που υπάρχουν κατά το χρόνο της
αγοραπωλησίας, καθώς και όσα απέκτησε πριν από την αγοραπωλησία με κάποιο
δικαίωμα της κληρονομίας ή ως αποζημίωση για τη χειροτέρευση, την καταστροφή ή
την αφαίρεση αντικειμένων της ή με δικαιοπραξία που σχετίζεται με την
κληρονομία.
Άρθρο
1946
Για κάθε ανάλωση ή εκποίηση χωρίς αντάλλαγμα
αντικειμένου της κληρονομίας πριν από την αγοραπωλησία ο πωλητής έχει υποχρέωση
να αποκαταστήσει στον αγοραστή την αντίστοιχη αξία κατά το χρόνο της ανάλωσης ή
εκποίησης, εκτός αν ο αγοραστής γνώριζε κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας
την ανάλωση ή την εκποίηση.
Ο αγοραστής δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης
εξαιτίας χειροτέρευσης, καταστροφής ή από άλλο λόγο αδυναμία απόδοσης
αντικειμένου της κληρονομίας.
Άρθρο
1947
Ελαττώματα,
έλλειψη δικαιώματος, βάρη
Ο πωλητής της κληρονομίας δεν ευθύνεται για
πραγματικά ή νομικά ελαττώματα των επί μέρους αντικειμένων της.
Ο πωλητής ευθύνεται για την ύπαρξη του
κληρονομικού του δικαιώματος, καθώς και για το ότι αυτό είναι ελεύθερο από
καταπίστευμα, κληροδοσία ή τρόπο ή διορισμό εκτελεστή διαθήκης και διάταξη του
διαθέτη που αφορά τη διανομή.
Ο πωλητής ευθύνεται επίσης για την απώλεια
του ευεργετήματος της απογραφής.
Άρθρο
1948
Όσα
αποσβέστηκαν με σύγχυση
Υποχρεώσεις και δικαιώματα που αποσβέστηκαν
με σύγχυση από την επαγωγή της κληρονομίας, στις σχέσεις πωλητή και αγοραστή
θεωρούνται ότι δεν αποσβέστηκαν.
Άρθρο
1949
Υποχρεώσεις
του αγοραστή
Ο αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι στον
πωλητή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εκτός από εκείνες για τις
οποίες ευθύνεται κατά το άρθρο 1947 ο πωλητής. Ο αγοραστής έχει φόρους που
βαρύνουν την κληρονομία.
Αν ο πωλητής εκπλήρώσε υποχρέωση της
κληρονομίας πριν από την αγοραπωλησία έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αγοραστή
αποζημίωση.
Άρθρο
1950
Ωφελήματα,
βάρη, κίνδυνος
Τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από την
κληρονομία πριν από την αγοραπωλησία ανήκουν στον πωλητή, ο οποίος φέρει και τα
βάρη που αναλογούν σ' αυτό το χρόνο μεταξύ των οποίων και τους τόκους των
υποχρεώσεων της κληρονομίας.
Άρθρο
1951
Από την κατάρτιση της αγοραπωλησίας ο
αγοραστής φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης των
αντικειμένων της κληρονομίας. Απ' αυτό το χρόνο ανήκουν στον αγοραστή τα
ωφελήματα και αυτός φέρει τα βάρη.
Άρθρο
1952
Δαπάνες
Ο αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει στον
πωλητή τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε για την κληρονομία πριν από την
αγοραπωλησία. Για κάθε άλλη δαπάνη που έγινε πριν από την αγοραπωλησία ο
αγοραστής έχει υποχρέωση μόνο εφόσον κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας σώζεται η
αύξηση της αξίας της κληρονομίας που προήλθε απ' αυτή τη δαπάνη.
Άρθρο
1953
Ευθύνη
προς τους δανειστές
Ο αγοραστής από την κατάρτιση της
αγοραπωλησίας ευθύνεται απέναντι στους δανειστές της κληρονομίας, εξακολουθεί
όμως ακέραιη και η ευθύνη του πωλητή. Αυτό ισχύει και για υποχρέωση για τις
οποίες ο αγοραστής δεν έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή κατά τα άρθρα 1949
και 1950.
Σύμφωνα μεταξύ πωλητή και αγοραστή που
απαλλάσσει τον αγοραστή ή περιορίζει την ευθύνη του δεν ισχύει απέναντι στους
δανειστές.
Άρθρο
1954
Ευεργέτημα
απογραφής
Ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα
της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής εφόσον ο πωλητής
είχε αυτό το δικαίωμα κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας.
Η σύνταξη απογραφής από τον πωλητή ή τον
αγοραστή ωφελεί και τους δύο.
Άρθρο
1955
Άλλες
συμβάσεις εκποίησης
Οι διατάξεις για την πώληση κληρονομίας
εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε άλλη σύμβαση που έχει σκοπό την εκποίηση
κληρονομίας.
Σε περίπτωση δωρεάς ο δωρητής δεν ευθύνεται
για την ανάλωση ή τη χωρίς αντάλλαγμα εκποίηση πριν από τη δωρεά, ούτε για τις
ελλείψεις ή τους περιορισμούς του κληρονομικού δικαιώματος, εκτός αν το
αποσιώπησε με δόλο.
ΔΕΚΑΤΟ
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ
Άρθρο
1956
Έννοια
Το δικαστήριο της κληρονομίας, ύστερα από
αίτηση του κληρονόμου, του παρέχει πιστοποιητικό για το κληρονομικό του
δικαίωμα και για τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο).
Άρθρο
1957
Περιεχόμενο
της αίτησης
Εκείνος που ζητεί κληρονομητήριο οφείλει να
αναφέρει στην αίτηση: 1. τη χρονολογία του θανάτου του κληρονομουμένου - 2. τη
χρονολογία του θανάτου του ή τη συγγενική σχέση στην οποία στηρίζει το
κληρονομικό του δικαίωμα - 3. ότι δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα που να αποκλείουν ή
να περιορίζουν το κληρονομικό του δικαίωμα ή ότι εκείνα που υπήρχαν εξέπεσαν,
καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξέπεσαν - 4. αν υπάρχουν άλλες διαθήκες, το
περιεχόμενο τους - 5. αν εκκρεμεί δίκη για το κληρονομικό δικαίωμα.
Άρθρο
1958
Απόδειξη
Εκείνο που υποβάλλει την αίτηση αποδεικνύει
με δημόσια έγγραφα την ακρίβεια όσων αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο. Αν
είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο να προσαχθεί δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο
μπορεί να επιτρέψει άλλα αποδεικτικά μέσα, υποχρεώνοντας συγχρόνως αυτόν που
υπέβαλε την αίτηση, να βεβαιώσει ενόρκως ότι δεν γνωρίζει κανένα γεγονός
αντίθετο με τις δηλώσεις του.
Άρθρο
1959
Αυτεπάγγελτη
έρευνα από το δικαστήριο
Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να ερευνήσει
αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο για να εξακριβώσει τις δηλώσεις εκείνου που ζητεί
το κληρονομητήριο και ιδίως να διατάξει να δημοσιευθεί η αίτηση, καθορίζοντας
και τον τρόπο της δημοσίευσης. Έχει επίσης δικαίωμα να διατάξει να κλητευθούν
και να ακουστούν πρόσωπα που είναι πιθανό να αξιώνουν κληρονομικά δικαιώματα
και ιδίως πρόσωπα τα οποία θα ήταν κληρονόμοι αν τυχόν ήταν άκυρη η διάταξη της
τελευταίας βούλησης, ή πρόσωπα τα οποία έχουν δίκη που εκκρεμεί για το ίδιο
κληρονομικό δικαίωμα.
Άρθρο
1960
Περισσότεροι
κληρονόμοι
Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, με
αίτηση οποιουδήποτε απ' αυτούς παρέχεται κοινό κληρονομητήριο. Στην περίπτωση
αυτή εκείνος που το ζητεί πρέπει να αναφέρει τα ονόματα και τις μερίδες όλων
των κληρονόμων, καθώς και ότι αυτοί αποδέχτηκαν την κληρονομία και ακόμη να
αποδείξει τις δηλώσεις του αυτές.
Το δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει από όλους
τους συγκληρονόμους να βεβαιώσουν ενόρκως ότι δεν γνωρίζουν κανένα γεγονός
αντίθετο με τις δηλώσεις.
Άρθρο
1961
Περιεχόμενο
του κληρονομητηρίου
Το κληρονομητήριο παρέχεται μόνο αν το
δικαστήριο κρίνει ότι έχουν αποδειχθεί όσα αναφέρονται στην αίτηση.
Το κληρονομητήριο αναγράφει τον κληρονόμο
και αν υπάρχουν περισσότεροι, και την κληρονομική μερίδα καθενός, και ακόμη τον
εκτελεστή της διαθήκης, καθώς και τον καταπιστευματοδόχο και τους όρους με τους
οποίους αυτός διορίζεται.
Άρθρο
1962
Τεκμήριο
κληρονομικής ιδιότητας
Αυτός που στο κληρονομητήριο κατονομάζεται
κληρονόμος τεκμαίρεται ότι έχει το κληρονομικό δικαίωμα που αναφέρεται σ' αυτό
και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται
στο κληρονομητήριο.
Άρθρο
1963
Ισχύς
των δικαιοπραξιών
Κάθε δικαιοπραξία αυτού που αναγράφεται στο
κληρονομητήριο ως κληρονόμος με τρίτον ή του τρίτου έναντι του κληρονόμου αυτού
ισχύει υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση υπάρχει το τεκμήριο του προηγούμενου
άρθρου, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου ή τη
δικαστική του ανάκληση.
Άρθρο
1964
Ανακριβές
κληρονομητήριο
Ο πραγματικός κληρονόμος ή ο εκτελεστής της
διαθήκης μπορεί να απαιτήσει από εκείνο που κατέχει ανακριβές κληρονομητήριο,
να το παραδώσει στο δικαστήριο της κληρονομίας.
Όποιος έχει πάρει ανακριβές κληρονομητήριο
οφείλει να δώσει στον πραγματικό κληρονόμο πληροφορίες για την κατάσταση της
κληρονομίας και για την τύχη των αντικειμένων της.
Άρθρο
1965
Αφαίρεση
ή ακύρωση του κληρονομητηρίου
Αν το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε είναι
ανακριβές, το δικαστήριο της κληρονομίας διατάζει να αφαιρεθεί. Με την αφαίρεση
το κληρονομητήριο παύει να ισχύει.
Αν η αφαίρεση του κληρονομητηρίου δεν είναι
αμέσως δυνατή, το δικαστήριο το κηρύσσει με απόφαση του ανίσχυρο. Περίληψη της
απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο σύμφωνα με όσα καθορίζονται στην απόφαση. Η
περίληψη καταχωρίζεται σε κάθε περίπτωση σε εφημερίδα της τελευταίας κατοικίας
ή διαμονής του κληρονομούμενου. Όταν περάσει ένας μήνας από την τελευταία
καταχώριση, η απόφαση που κηρύσσει το κληρονομητήριο ανίσχυρο ισχύει για όλους.
Άρθρο
1966
Το δικαστήριο της κληρονομίας έχει δικαίωμα
να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν είναι ακριβές το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε
και να το ανακαλέσει ή να το τροποποιήσει.
ΔΕΚΑΤΟ
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΕΣ
Άρθρο
1967
Ποιος
βαρύνεται
Βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι ο
κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος και ο κληροδόχος.
Εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά,
βεβαρημένος είναι ο κληρονόμος.
Άρθρο
1968
Περισσότεροι
βεβαρημένοι
Αν βαρύνονται περισσότεροι κληρονόμοι ή
κληροδόχοι, σε περίπτωση αμφιβολίας ο κάθε κληρονόμος λογίζεται ότι βαρύνεται
ανάλογα με τη μερίδα του και ο κάθε κληροδόχος ανάλογα με την αξία του
αντικειμένου που του κληροδότησε.
Το ίδιο ισχύει και αν περισσότεροι
βαρύνονται διαζευκτικά με μια κληροδοσία.
Άρθρο
1969
Εξαίρετο
Η κληροδοσία που αφέθηκε στον κληρονόμο
(εξαίρετο) θεωρείτε κληροδοσία και ως προς το μέρος της με το οποίο βαρύνεται
με αυτήν ο ίδιος.
Άρθρο
1970
Σιωπηρό
κληροδότημα
Αν ο διαθέτης διέταξε να μην περιέλθει στον
εγκατάστατο με τη διαθήκη αντικείμενο της κληρονομίας, το αντικείμενο αυτό
θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο.
Άρθρο
1971
Προσδιορισμό
από το βεβαρημένο ή από τρίτο
Αν κληροδόχος ορίστηκε πρόσωπο από ορισμένο
κύκλο, κατ' επιλογήν του βεβαρημένου ή τρίτου, ο καθορισμός του προσώπου
γίνεται από το βεβαρημένο με δήλωση του προς αυτό και από τον τρίτο με δήλωσή
του προς το βεβαρημένο. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι ο καθορισμός έχει
ανατεθεί στο βεβαρημένο.
Αν ο βεβαρημένος ή το τρίτος δεν μπορούν να
κάνουν τον καθορισμό, ή αν η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό
πέρασε άπρακτη, όλα τα πρόσωπα θεωρούνται δανειστές εις ολόκληρον και δεν χωρεί
αναγωγή εναντίον εκείνου που έλαβε το κληροδότημα.
Άρθρο
1972
Αν ο διαθέτης άφησε κληροδοσία σε
περισσότερους και ανέθεσε στο βεβαρημένο ή σε τρίτο να καθορίσει τι θα πάρει ο
καθένας από το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, ο καθορισμός γίνεται με τον τρόπο
που ορίζει το προηγούμενο άρθρο.
Αν ο βεβαρημένος ή ο τρίτος δεν μπορούν να
κάνουν τον καθορισμό, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για
το σκοπό αυτό, όλοι οι τιμώμενοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη της κληροδοσίας.
Άρθρο
1973
Αν ο διαθέτης όρισε να πάρει ο τιμώμενος ένα
από περισσότερα αντικείμενα και η επιλογή έχει ανατεθεί σε τρίτον, αυτή γίνεται
με δήλωση προς το βεβαρημένο. Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει την επιλογή, ή αν
πέτασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, το δικαίωμα
της επιλογής περιέχεται στο βεβαρημένο.
Άρθρο
1974
Προσδιορισμός
κατά δίκαιη κρίση
Ο διαθέτης μπορεί να αναθέσει στη δίκαιη
κρίση του βεβαρημένου ή τρίτου τον καθορισμό του αντικειμένου της κληροδοσίας,
εφόσον όρισε το σκοπό της κληροδοσίας. Σε τέτοια κληροδοσία εφαρμόζεται
αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν στις συμβάσεις για παροχή που πρέπει να
προσδιοριστεί από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο.
Άρθρο
1975
Κατάλειψη
αντικειμένου σε περισσότερους
Αν κληροδοτήθηκε σε περισσότερους το ίδιο
αντικείμενο, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως 1806.
Άρθρο
1976
Προσαύξηση
σε περίπτωση κληροδοσίας
Αν το ίδιο αντικείμενο κληροδοτήθηκε σε
περισσότερους και ο ένας εξέπεσε πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του
διαθέτη, το μέρος του προσαυξάνει στους άλλους ανάλογα με τη μερίδα του
καθενός. Το ίδιο ισχύει και αν ο διαθέτης προσδιόρισε τις μερίδες τους. Αν
μερικοί από τους κληροδόχους γράφηκαν στην ίδια μερίδα, η προσαύξηση χωρεί κατά
προτίμηση μεταξύ τους.
Άρθρο
1977
Η μερίδα που ο κληροδόχος αποκτά από
προσαύξηση θεωρείται ιδιαίτερη κληροδοσία ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο,
με τις οποίες βαρύνεται αυτός ή εκείνος που εξέπεσε.
Άρθρο
1978
Προαποβίωση
του κληροδόχου
Η κληροδοσία γίνεται άκυρη, αν ο κληροδόχος
δεν ζει πια κατά το θάνατο του διαθέτη.
Άρθρο
1979
Έκπτωση
του βεβαρημένου
Αν ο βεβαρημένος δεν γίνει κληρονόμος ή
κληροδόχος, η κληροδοσία, δε περίπτωση αμφιβολίας, εξακολουθεί να ισχύει και
βαρύνει εκείνον που ωφελείται από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου.
Άρθρο
1980
Αδύνατη
κληροδοσία
Είναι άκυρη η κληροδοσία της οποίας η παροχή
κατά το θάνατο του διαθέτη είναι αδύνατη ή αντιβαίνει στο νόμο.
Άρθρο
1981
Ματαίωση
της κληροδοσίας
Κληροδοσία που είναι άκυρη ή που ματαιώνεται
ωφελεί το βεβαρημένο, αν δεν υπάρχει περίπτωση υποκατάστασης ή προσαύξησης.
Άρθρο
1982
Παραρτήματα
του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
Σε περίπτωση αμφιβολίας, η κληροδοσία ενός
πράγματος περιλαμβάνει και τα παραρτήματα του, που υπάρχουν κατά το θάνατο του
διαθέτη.
Αν ο διαθέτης έχει απαίτηση αποζημίωσης
εξαιτίας βλάβης του πράγματος που προκλήθηκε μετά τη διάταξη της κληροδοσίας,
σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε και η απαίτηση αυτή.
Άρθρο
1983
Βάρη
του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
Αν κληροδοτήθηκε αντικείμενο που ανήκει στην
κληρονομία, σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση να το
απαλλάξει από τα βάρη του.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει
τέτοια απαλλαγή, σε περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία περιλαμβάνει και την
απαίτηση αυτή.
Άρθρο
1984
Κληροδοσία
ξένου πράγματος
Η κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου, που δεν
ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο του διαθέτη, είναι άκυρη, εκτός αν
συνάγεται ότι γίνεται και για την περίπτωση που το αντικείμενο αυτό δεν ανήκει
στην κληρονομία. Θεωρείται ότι δεν ανήκει στην κληρονομία και εκείνο το
αντικείμενο, που ο διαθέτης έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει σε άλλον.
Αν ο διαθέτης κατά το θάνατο του είχε μόνο
τη νομή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας η
κληροδοσία περιλαμβάνει τη νομή.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει από
τρίτον το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι
κληροδοτήθηκε η απαίτηση αυτή. Το ίδιο ισχύει και όταν ο διαθέτης έχει δικαίωμα
να απαιτήσει αποζημίωση για την απώλεια ή την αφαίρεση που επήλθε μετά τη
διάταξη της κληροδοσίας.
Άρθρο
1985
Εφόσον σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο είναι
ισχυρή ή κληροδοσία αντικειμένου, που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο
του διαθέτη, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να το προμηθεύσει στον κληροδόχο.
Αν ο βεβαρημένος αδυνατεί να το προμηθεύσει
ή αν χρειάζεται γι' αυτό δυσανάλογη δαπάνη, οφείλεται η αξία του.
Άρθρο
1986
Ένωση
ή ανάμιξη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της
κληροδοσίας ένωσε ή ανέμιξε το πράγμα που κληροδοτήθηκε με άλλο, έτσι ώστε η
κυριότητα πάνω στο άλλο να επεκτείνεται και σ' αυτό ή να δημιουργείται
συγκυριότητα, και η κατάσταση αυτή υπάρχει κατά το θάνατο του διαθέτη, η
κληροδοσία είναι άκυρη.
Αν η ένωση ή η ανάμιξη έγινε από άλλον και
όχι από το διαθέτη και ο διαθέτης απέκτησε συγκυριότητα, σε περίπτωση
αμφιβολίας θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε η συγκυριότητα.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το
πράγμα που ενώθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το
δικαίωμα αυτό.
Άρθρο
1987
Επεξεργασία
ή μετάπλαση
Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της
κληροδοσίας παρήγαγε νέο πράγμα με επεξεργασία ή μετάπλαση εκείνου, που
κληροδοτήθηκε, έτσι ώστε σύμφωνα με το νόμο είναι άκυρη.
Αν η μεταποίηση αυτή έγινε από άλλον και όχι
από το διαθέτη, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1984 παρ. 3.
Άρθρο
1988
Κληροδοσία
απαίτησης που έχει εισπραχθεί
Αν ο διαθέτης κληροδότησε απαίτηση του που
εκπληρώθηκε πριν πεθάνει και το αντικείμενο της υπάρχει ακόμα στην κληρονομία,
σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το αντικείμενο αυτό. Αν η
απαίτηση ήταν χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε
ίσο χρηματικό ποσόν, ακόμα και αν δεν υπάρχει στην κληρονομία τέτοιο ποσόν.
Άρθρο
1989
Πράγμα
κατά γένος
Αν ο διαθέτης κληροδότησε πράγμα κατά γένος
μόνο ορισμένο, ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να λάβει πράγμα που να ανταποκρίνεται
στις συνθήκες στις οποίες αυτός βρίσκεται.
Άρθρο
1990
Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο
ορισμένο και ο καθορισμός ρου ανατέθηκε στον κληροδόχο ή σε τρίτον, ο
καθορισμός γίνεται με δήλωση τους στο βεβαρημένο. Αν αυτοί δεν μπορούν, ή αν
πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ή αν ο
καθορισμός που έγινε δεν είναι εκείνος που πρέπει να είναι σύμφωνα με το
προηγούμενο άρθρο, ο καθορισμός γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας.
Άρθρο
1991
Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο
ορισμένο, ως προς τις υποχρεώσεις του βεβαρημένου εξαιτίας νομικών ή
πραγματικών ελαττωμάτων εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τις
υποχρεώσεις του πωλητή. Το ίδιο ισχύει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και σε
κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου που δεν ανήκει στην κληρονομία, με την
επιφύλαξη του περιορισμού του άρθρου 1985 παρ. 2.
Αν το αντικείμενο της κληροδοσίας είναι
ακίνητο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος δεν ευθύνεται για δουλείες ή
άλλα εμπράγματα βάρη του ακινήτου.
Άρθρο
1992
Κληροδοσία
όλων των απαιτήσεων
Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει όλες τις
απαιτήσεις του, σε περίπτωση αμφιβολίας περιλαμβάνονται μόνο οι χρηματικές και
όχι άλλες απαιτήσεις ή ανώνυμοι τίτλοι ή καταθέσεις σε τράπεζες και
ταμιευτήρια.
Άρθρο
1993
Κληροδοσία
οφειλής
Αν ο διαθέτης κληροδότησε ό,τι οφείλει στον
κληροδόχο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να καταβάλει το
χρέος, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αντιτάξει αίρεση ή προθεσμία η ένταση.
Άρθρο
1994
Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει χρηματικό ποσό
στο δανειστή του, αποσιωπώντας την οφειλή, σε περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία
δεν θεωρείται ότι έγινε για να εξοφληθεί η οφειλή.
Άρθρο
1995
Το
δικαίωμα από την κληροδοσία
Ο κληρονόμος αποκτά με την κληροδοσία το
ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από το βεβαρημένο παροχή του αντικειμένου που
κληροδοτήθηκε.
Άρθρο
1996
Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου
1198, αν βεβαρημένος με την κληροδοσία είναι ο κληρονόμος και αντικείμενο της
κληροδοσίας είναι ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα που ανήκει στο διαθέτη, εφόσον ο
διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, ο κληροδόχος το αποκτά αμέσως και
αυτοδικαίως. Αν η κληρονομία συνίσταται σε απαλλαγή από εμπράγματο βάρος ή από
υποχρέωση προς το διαθέτη, ο κληροδόχος απαλλάσσεται αμέσως και αυτοδικαίως.
Άρθρο
1997
Ποτέ
γίνεται η επαγωγή ή η κτήση
Το δικαίωμα από την κληροδοσία αποκτάται
μόλις πεθάνει ο διαθέτης (επαγωγή της κληροδοσίας). Ο κληροδόχος έχει δικαίωμα
να αποποιηθεί την κληροδοσία.
Άρθρο
1998
Σε
περίπτωση αίρεσης η προθεσμίας
Σε περίπτωση κληροδοσίας με αναβλητική
αίρεση ή προθεσμία, η πλήρωση της οποίας επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη,
η επαγωγή της γίνεται μόλις πληρωθεί η αίρεση ή η προθεσμία.
Άρθρο
1999
Αν ο κληροδόχος δεν έχει ακόμη συλληφθεί,
όταν πεθάνει ο διαθέτης, ή αν το πρόσωπο του προσδιορίζεται από γεγονός που
επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή γίνεται κατά το χρόνο του
τοκετού ή μόλις επέλθει το γεγονός.
Άρθρο
2000
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων
άρθρων, κατά το χρονικό διάστημα από το θάνατο του διαθέτη έως την επαγωγή της
κληροδοσίας εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναβλητική αίρεση.
Άρθρο
2001
Αποποίηση
της κληροδοσίας
Ο κληροδόχος δεν μπορεί να αποποιηθεί την
κληροδοσία μετά την αποδοχή της.
Η αποδοχή και η αποποίηση γίνεται με δήλωση
προς το βεβαρημένο. Η δήλωση γίνεται μόνο μετά την επαγωγή της κληροδοσίας και
είναι άκυρη αν γίνει με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς.
Οι διατάξεις των άρθρων 1854, 1855 παρ.2 και
1856 για την αποδοχή ή την αποποίηση της κληρονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και
για την κληροδοσία.
Άρθρο
2002
Αν ο χρόνος για την εκπλήρωση της
κληροδοσίας έχει αφεθεί στην διάκριση του βεβαρημένου, σε περίπτωση αμφιβολίας
η παροχής γίνεται απαιτητή μόλις αυτός πεθάνει.
Άρθρο
2003
Καρποί
του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο αντικείμενο που
ανήκει στην κληρονομία, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον κληροδόχο
και τους καρπούς που συλλέχθηκαν από την επαγωγή της κληροδοσίας, καθώς και
οτιδήποτε περιήλθε σ' αυτόν με άλλο τρόπο εξαιτίας του δικαιώματος που
κληροδοτήθηκε. Ο βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση για ωφελήματα που
δεν είναι καρποί.
Άρθρο
2004
Δαπάνες
Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο πράγμα που ανήκει
στην κληρονομία, ο βεβαρημένος μπορεί, κατά τις διατάξεις που διέπουν τις
σχέσεις μεταξύ κυρίου και νομές, να απαιτήσει αποζημίωση για τις δαπάνες που
έγιναν στο πράγμα μετά το θάνατο που διαθέτη, καθώς και για όσα καταβλήθηκαν
μετά το θάνατο του διαθέτη για να απαλλαγεί το πράγμα από βάρη.
Άρθρο
2005
Βεβαρημένος
κληροδόχος
Κληροδόχος που είναι βεβαρημένος με
κληροδοσία ή τρόπο έχει υποχρέωση να εκπληρώσει μόνο αφότου έχει και αυτός
δικαίωμα να απαιτήσει ό,τι του έχει καταλειφθεί.
Άρθρο
2006
Κληροδόχος βεβαρημένος με κληροδοσία ή τρόπο
μπορεί, και μετά την αποδοχή της κληροδοσίας που καταλείφθηκε σ' αυτόν, να
αρνηθεί να εκπληρώσει, αν αυτό που παίρνει από την κληροδοσία ο ίδιος δεν
επαρκεί για την εκπλήρωση.
Αν σύμφωνα με το άρθρο 1979 στη θέση του
βεβαρημένου υπεισέλθει άλλος, αυτός δεν ευθύνεται περισσότερο από τον
κληροδόχο.
Άρθρο
2007
Ελάττωση
της κληροδοσίας
Αν η παροχή από την κληροδοσία μειωθεί
σύμφωνα με τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα ή σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο,
σε περίπτωση αμφιβολίας, ο κληροδόχος έχει το δικαίωμα να μειώσει και αυτός
ανάλογα τα βάρη που του έχουν επιβληθεί.
Άρθρο
2008
Υποκατάσταση
Αν ο διαθέτης, για την περίπτωση που ο
πρώτος τιμώμενος δεν αποκτήσει την κληροδοσία, αφήνει το αντικείμενο της σε
άλλον, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1810 έως 1812 για την
αποκατάσταση κληρονόμοι.
Άρθρο
2009
Υποκατάσταση
καταπιστευτική
Η διάταξη του διαθέτη, ότι από ορισμένο
χρονικό σημείο ή γεγονός που επέρχεται μετά την απόκτηση της κληροδοσίας, αυτό
που κληροδοτήθηκε περιέρχεται σε άλλον (υποκατάσταση καταπιστευτική) ισχύει
μόνο για κοινωφελή σκοπό ή υπέρ των εξ αίματος συγγενών του διαθέτη σε ευθεία
γραμμή ή έως και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή, που υπάρχουν κατά το θάνατο
του βεβαρημένου πρώτου κληροδόχου. Η υποκατάσταση δεν ισχύει άλλα περαιτέρω
πρόσωπα.
Άρθρο
2010
Οικογενειακό
κληροδότημα
Αν κατά τη θέληση του διαθέτη το αντικείμενο
που κληροδοτήθηκε πρέπει να μείνει πάντα στην δική του οικογένεια, θεωρούνται
ότι έχουν τιμηθεί με κληροδοσία κατά υποκατάσταση εκείνου μόνο από τους
συγγενείς του προηγούμενου άρθρου, οι οποίοι θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το
διαθέτη, αν πέθαινε τότε που πέθανε ο βεβαρημένος πρώτος κληροδόχος.
ΔΕΚΑΤΟ
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΟΠΟΣ
Άρθρο
2011
Αν η τελευταία διάταξη περιέχει τρόπο,
εφαρμόζεται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1789, 1967, 1968, 1974, 1979,
1980, 1989 και 2002.
Άρθρο
2012
Πρόσωπο
για το οποίο γίνεται η παροχή
Ο διαθέτης μπορεί να τάξει τρόπο για
ορισμένο σκοπό και να αφήσει στο βεβαρημένο ή σε τρίτο να προσδιορίσει το
πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η παροχή.
Άρθρο
2013
Καθορισμός
από το βεβαρημένο ή από τρίτο
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου ο
καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε στο βεβαρημένο και πέρασε άπρακτη η δικαστική
προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ο καθορισμός γίνεται από αυτόν που
άσκησε την αγωγή.
Αν ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε σε
τρίτον, γίνεται με δήλωση προς το βεβαρημένο. Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει
τον καθορισμό, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το
σκοπό αυτό, ο καθορισμό γίνεται από το βεβαρημένο. Η δικαστική προθεσμία
τάσσεται ύστερα από αίτηση και του βεβαρημένου.
Άρθρο
2014
Ποιος
απαιτεί την εκπλήρωση
Την εκτέλεση του τρόπου έχουν δικαίωμα να
απαιτήσουν ο εκτελεστής της διαθήκης, ο κληρονόμος, ο συγκληρονόμος και αυτός
που ωφελείται άμεσα από την έκπτωση εκείνου που είναι αρχικά βεβαρημένος με τον
τρόπο.
Αν η εκτέλεση του τρόπου αφορά το δημόσιο
συμφέρων, μπορεί να την απαιτήσει και η δημόσια αρχή.
Άρθρο
2015
Ακυρότητα
του τρόπου
Αν ο τρόπος είναι άκυρος, τότε μόνο είναι
άκυρη και η διάταξη υπέρ του βεβαρημένου, όταν αυτό προκύπτει ως θέληση του
διαθέτη.
Άρθρο
2016
Τρόπος
αδύνατος
Αν η εκτέλεση του τρόπου γίνει αδύνατη από
υπαιτιότητα του βεβαρημένου, εκείνος που θα είχε ωφέλεια από την έκπτωση του
αρχικά βεβαρημένου, μπορεί να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό, να του αποδοθεί ό,τι έχει καταλειφθεί κατά το μέρος
που έπρεπε να δαπανηθεί για την εκτέλεση του τρόπου.
ΔΕΚΑΤΟ
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Άρθρο
2017
Διορισμός
Ο διαθέτης μπορεί να ορίσει στη διαθήκη
εκτελεστές ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Μπορεί ακόμη να αναθέσει
στον εκτελεστή να ορίσει συνεκτελεστές ή διαδόχους τους.
Άρθρο
2018
Ικανότητα
Ο διορισμός εκτελεστή είναι άκυρος, αν αυτός
τότε που αποδέχεται το λειτούργημα είναι ανίκανος ή έχει περιορισμένη ικανότητα
για δικαιοπραξία.
Άρθρο
2019
Έναρξη,
αποδοχή, αποποίηση
Το λειτούργημα του εκτελεστή αρχίζει από την
αποδοχή του.
Η αποδοχή και η αποποίηση γίνεται με δήλωση
στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, ο οποίος συντάσσει σχετική
έκθεση. Η δήλωση είναι άκυρη, αν γίνει πριν από την επαγωγή της κληρονομίας ή
με αίρεση ή με προθεσμία.
Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει
συμφέρον, ο πρόεδρος του δικαστηρίου της κληρονομίας ορίζει προθεσμία για να
κάνει ο εκτελεστής τη δήλωση - αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, ο εκτελεστής
θεωρείται ότι αποποιήθηκε το λειτούργημα.
Άρθρο
2020
Εξουσία
του εκτελεστή
Έργο του εκτελεστή είναι η εκτέλεση των
διατάξεων της διαθήκης,
Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει
κάθε πράξη την οποία ρητά επέτρεψε ο διαθέτης ή είναι απαραίτητη για την
εκτέλεση των διατάξεων του. Με τους ίδιους όρους έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται
την κληρονομία είτε κατά ένα μέρος της.
Άρθρο
2021
Πράξεις
με άδεια του δικαστηρίου
Αν στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου
χρειάζεται να εκποιηθούν ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές
ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών, ή να συνομολογηθεί δάνειο ή συμβιβασμός, ή να
γίνει δαπάνη που υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες δραχμές, και δεν συναινεί σ'
αυτό ο κληρονόμος, ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρεί τις πράξεις αυτές
ύστερα από άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας. Το δικαστήριο ακούει
προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.
Άρθρο
2022
Ο διαθέτης μπορεί με ρητή δήλωση στην
διαθήκη να απαλλάξει τον εκτελεστή από τους περιορισμούς του προηγούμενου
άρθρου.
Άρθρο
2023
Ευθύνη
του εκτελεστή
Στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ο
εκτελεστής ευθύνεται απέναντι στον κληρονόμο κατά τους κανόνες της εντολής για
κάθε ζημία της κληρονομίας από πταίσμα του. Σε περίπτωση διαχείρισης έχει
υποχρέωση και να λογοδοτήσει.
Περισσότερο εκτελεστές ευθύνονται για κοινό
πταίσμα του εις ολόκληρον.
Άρθρο
2024
Περισσότεροι
εκτελεστές
Περισσότεροι εκτελεστές ενεργούν όλοι μαζί -
αν λείψει ένας απ' αυτούς, ενεργούν οι άλλοι μόνοι τους. Σε περίπτωση διαφωνίας
αποφασίζει η πλειοψηφία και μπορεί να ορίσει διαφορετικά.
Καθένας από τους περισσότερους εκτελεστές
μπορεί να παίρνει και μόνος του συντηρητικά μέτρα.
Άρθρο
2025
Αγώνες
της κληρονομίας
Ο κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της
κληρονομίας. Ο εκτελεστής της διαθήκης ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας και
ενάγεται για τις αξιώσεις κατά της κληρονομίας εφόσον έχει τη διαχείριση της
κληρονομίας ή των σχετικών αξιώσεων.
Άρθρο
2026
Αξιώσεις
κατά της κληρονομίας
Οι αξιώσεις κατά της κληρονομίας ασκούνται
κατά του κληρονόμου.
Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να παρέμβει στη
δίκη.
Άρθρο
2027
Αμοιβή
Ο εκτελεστής μπορεί, εφόσον ο διαθέτης δεν
διέταξε διαφορετικά, να ζητήσει να του ορίσει το δικαστήριο της κληρονομίας
ανάλογη αμοιβή.
Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον
κληρονόμο, εφόσον αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.
Άρθρο
2028
Παύση
του λειτουργήματος
Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει να ο
κληρονόμος παρέχει επαρκή εγγύηση, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι θα
εκτελέσει τις διατάξεις της διαθήκης, για τις οποίες ορίστηκε ο εκτελεστής.
Άρθρο
2029
Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει με το
θάνατο ή την επερχόμενη πλήρη ή περιορισμένη ανικανότητα του για δικαιοπραξία.
Άρθρο
2030
Ο εκτελεστής μπορεί να παραιτηθεί
οποτεδήποτε, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, ο οποίος
συντάσσει σχετική έκθεση. Η παραίτηση γίνεται χωρίς αίρεση ή προθεσμία και
γνωστοποιείται στον κληρονόμο.
Άρθρο
2031
Για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαρεία
παράβαση των καθηκόντων του ή ανικανότητα για διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί,
ύστερα από αίτηση όσων έχουν συμφέρον, να πάψει τον εκτελεστή αφού προηγουμένως
τον ακούσει, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.
ΕΙΚΟΣΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΩΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Άρθρο
2032
Έννοια
Αν δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση
αν προαποβιώσει ο δωρητής ή αν πεθάνουν συγχρόνως και οι δύο συμβαλλόμενοι,
χωρίς να έχει στο μεταξύ ι δωρεοδόχος την απόλαυση των αντικειμένων που
δωρίζονται (δωρεά αιτία θανάτου), εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές,
εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο
2033
Ανάκληση
Ο δωρητής ανακαλεί ελεύθερα τη δωρεά αιτία
θανάτου.
Η δήλωση για την ανάκληση γίνεται με
συμβολαιογραφικό έγγραφο και γνωστοποιείται στο δωρεοδόχο - εφόσον αφορά
ακινήτου απαιτείται και μεταγραφή.
Με την ανάκληση η δωρεά αναιρείται
αυτοδικαίως.
Άρθρο
2034
Συμφωνία
για το αμετάκλητο
Αν η δωρεά αιτία θανάτου συμφωνήθηκε
αμετάκλητη, ανακαλείται μόνο στις περιπτώσεις και με τον τρόπο που ανακαλείται
κάθε άλλη δωρεά.
Άρθρο
2035
Δικαίωμα
των δανειστών ή των μεριδούχων
Σε δωρεές αίτια θανάτου, που μειώνουν την
περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους δανειστές, ή που
προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις
κληροδοσίες.
Ακροτελεύτιο
Άρθρο
(Η ισχύς του Αστικού Κώδικα αναστάλθηκε και τελικά άρχισε αναδρομικά από 23/2/1946 σύμφωνα με το ν.δ.7/10 Μαΐου 1946).
Παναγιώτης Παπαδουλάκης, δικηγόρος στο Εφετείο Κρήτης