ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
(π.δ.
503/1985)
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων
Άρθρο
1
Ποιες
διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια*
Στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών
δικαστηρίων ανήκουν:
α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον
ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά, γ) οι υποθέσεις δημοσίου
δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά.
Το άρθρο 1 Κ.Πολ.Δ., στην αρχική του διατύπωση, είχε ακόμα ένα εδάφιο που
όριζε τα εξής: <<και δ) αι διοικητικαί διαφοραί αι μη υπαγόμεναι εις την
δικαιοδοσίαν διοικητικών δικαστηρίων>>. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με το
άρθρο 31 του ν 1406/83 που ορίζει ότι: <<καταργούνται οι διατάξεις (…),
καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται από
αυτές>>.
*Όλοι οι τίτλοι
που συνοδεύουν το άρθρο του κώδικα στην έκδοση αυτή δεν είναι μέρος του
νομοθετικού κειμένου.
Άρθρο
2
Πολιτικές
και διοικητικές διαφορές
Τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να
επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά
δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές
να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται
μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως.
Άρθρο
3
Δωσιδικία
αλλοδαπών. Ετεροδικία
1. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων
υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού
δικαστηρίου.
2. Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των
ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που έχουν ετεροδικία, εκτός αν πρόκειται για
τις διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 29.
Άρθρο
4
Έλλειψη
δικαιοδοσίας. Έρευνα και αποτέλεσμα. Εξέταση της δικαιοδοσίας
Τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη
δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις των άρθρων 1 και 2. στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως, αν ο
εναγόμενος δεν παρίσταται στην συζήτηση* ή αν πρόκειται για διαφορές που
αφορούν ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την
αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
5
Διαδικαστικές
πράξεις στην αλλοδαπή
1. Αν είναι ανάγκη να γίνουν διαδικαστικές
πράξεις στο εξωτερικό, τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να γίνουν
είτε από τις ελληνικές προξενικές αρχές του εξωτερικού, είτε από τις αρμόδιες
αλλοδαπές αρχές. Στην τελευταία περίπτωση μεσολαβεί για τη διαβίβαση της
αίτησης το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν
διαφορετικά.
2. Η πράξη της αλλοδαπής αρχής είναι έγκυρη,
αν έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του δικού της δικαίου ή είναι σύμφωνη προς
τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου.
Άρθρο
6
Διαδικαστικές
πράξεις για αλλοδαπές αρχές
1. Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να
ενεργούν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις της δικαιοδοσίας τους που τους ζητούν
αλλοδαπές αρχές, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά ή η εκτέλεσή
τους είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη.
2. Τα ελληνικά δικαστήρια, όταν εκτελούν τις
αιτήσεις αυτές, ενεργούν και αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του
ελληνικού δικαίου, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της δίκης
Άρθρο
7
Αξία
του αντικειμένου δίκης
Όταν η αρμοδιότητα των δικαστηρίων ή η
διαδικασία ή το παραδεκτό ένδικου μέσου καθορίζεται από την αξία του
αντικειμένου της διαφοράς, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις.
Άρθρο
8
Πώς
προσδιορίζεται
Ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της
διαφοράς ανήκει στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου το οποίο, αν χρειάζεται,
μπορεί να διατάξει απόδειξη.
Άρθρο
9
Βάση
το αίτημα της αγωγής. Παρεπόμενα αιτήματα. Διαιρετά δικαιώματα
Για την εκτίμηση του αντικειμένου της
διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Δεν συνυπολογίζονται οι
παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα. Συνυπολογίζονται
περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή. Σε περίπτωση
ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα
κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο, και αν οι απαιτήσεις
υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα διάφορων δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το
ανώτερο από αυτά.
Άρθρο
10
Χρόνος
υπολογισμού
Για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται
υπόψη ο χρόνος που ασκείται η αγωγή.
Άρθρο
11
Προσδιορισμός
σε ειδικές περιπτώσεις
Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς
προσδιορίζεται:
1) για τη νομή και την κυριότητα, από την
αξία του πράγματος και για την ψιλή κυριότητα από το μισό της αξίας του
πράγματος.
2) για το ενέχυρο, την υποθήκη, την εγγύηση
και κάθε άλλη ασφάλεια, από την αξία που έχει η ασφαλιζόμενη απαίτηση, αν όμως
το πράγμα που δόθηκε για ασφάλεια έχει μικρότερη αξία, λαμβάνεται υπόψη αυτή,
3) για την πραγματική δουλεία, από την αξία
που έχει η δουλεία για το δεσπόζον κτήμα, εκτός αν το ποσό, κατά το οποίο η
δουλεία ελαττώνει την αξία του δουλεύοντος κτήματος, είναι μεγαλύτερο, οπότε
λαμβάνεται υπόψη αυτό,
4) για την προσωπική δουλεία, από το μισό
της αξίας του κτήματος,
5) για τη διανομή, από την αξία του αντικειμένου
που πρέπει να διανεμηθεί,
6) για τις διαφορές που αφορούν την ύπαρξη,
τη διάρκεια, την εκτέλεση ή την ακυρότητα μισθωτικής σύμβασης, από το μίσθωμα
ενός έτους. αν όμως η διάρκεια της μίσθωσης είναι μικρότερη,
λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μισθώματος για το χρονικό αυτό διάστημα.
7) για τις έννομες σχέσεις, από τις οποίες
πηγάζουν περιοδικές παροχές, από την αξία της ετήσιας παροχής, και ειδικότερα
από το δεκαπλάσιο της ετήσια παροχής, αν η επέλευση του γεγονότος από το οποίο
εξαρτάται η παύση της παροχής είναι βέβαιη, αβέβαιος όμως ο χρόνος της, και αν
οι παροχές διαρκούν απεριόριστα, από το εικοσαπλάσιο της ετήσιας παροχής. Αν οι
παροχές έχουν ορισμένη διάρκεια, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μελλοντικών
παροχών, αλλά ποτέ πάνω από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Καθ' ύλην αρμοδιότητα*
Άρθρο
12
Δύο
βαθμοί δικαιοδοσίας
1. Δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των
πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει
και αυτεπαγγέλτως.
2. Αυτοτελής αίτηση δεν επιτρέπεται να
υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει
διαφορετικά.
Άρθρο
13
Πρωτοβάθμια
δικαστήρια
Για την εκδίκαση των υποθέσεων που υπάγονται
στα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια σε πρώτο βαθμό τα ειρηνοδικεία, τα
μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή πρωτοδικεία.
Άρθρο
14
Αρμοδιότητα
ειρηνοδικείων και μονομελών πρωτοδικείων λόγω ποσού
1. Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων
υπάγονται:
α) όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου δεν υπερβαίνει τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, (Όπως τροποποιήθηκε το ποσό με την ΑΥΔικ 125804, περ.α’ ΦΕΚ Β' 1072/1/8/2003. Ισχύει από 1/10/2003)
β) όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ. (Όπως τροποποιήθηκε το ποσό με την ΑΥΔικ 125804, περ.α’ ΦΕΚ Β' 1072/1/8/2003. Ισχύει από 1/10/2003)
2. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως τα ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ (Όπως τροποποιήθηκε το ποσό με την ΑΥΔικ 125804, περ.α’ ΦΕΚ Β' 1072/1/8/2003. Ισχύει από 1/10/2003)
Άρθρο
15
Εξαιρετική
αρμοδιότητα ειρηνοδικείου χωρίς διάκριση αξίας
Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται
ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς:
1) οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία που
αφορούν την παράδοση της χρήσης του μισθίου ή την απόδοσή της για οποιοδήποτε
λόγο,
2) οι διαφορές που αφορούν ζημίες σε δέντρα,
κλήματα, καρπούς, σπαρτά, ρίζες και γενικά φυτά, που έγιναν με παράνομη βοσκή
ζώων ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο,
3) οι διαφορές που προκύπτουν από τις
διατάξεις των άρθρων 1003 έως 1009, 1018 έως 1020 και 1023 έως 1031 του Αστικού
Κώδικα, καθώς και εκείνες που αναφέρονται σε ζημίες που προκλήθηκαν από την
παράβασή τους,
4) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό των
αποστάσεων που επιβάλλουν οι νόμοι και οι κανονισμοί ή ο επιτόπιες συνήθειες
για το φύτεμα δέντρων ή φυτειών ή για την ανέγερση φραχτών ή για τη διάνοιξη
τάφρων,
5) οι διαφορές που αφορούν την παρεμπόδιση
της ελεύθερης χρήσης δρόμων και μονοπατιών, καθώς και τις ζημίες που
προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτής,
6) οι διαφορές που αφορούν τη χρήση του
τρεχούμενου νερού ή την παρεμπόδιση της χρήσης του,
7) οι διαφορές που προκύπτουν από τις
διατάξεις των άρθρων 834 έως 839 του Αστικού Κώδικα,
8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις των
προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 834 και 839 του Αστικού Κώδικα ή των
καθολικών διαδόχων τους, εναντίον των πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων
τους,
9) οι διαφορές από σύμβαση μεταφοράς
προσώπων με οποιοδήποτε μέσο, για τις απαιτήσεις που έχουν από αυτήν οι
μεταφορείς ή οι πράκτορες ή οι καθολικοί διάδοχοί τους,
10) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις
των σωματείων και των συνεταιρισμών εναντίον των μελών τους ή των καθολικών
διαδόχων τους, για την εισφορά που τους οφείλουν, καθώς και οι διαφορές που
αφορούν τις απαιτήσεις που έχουν εναντίον των σωματείων και των συνεταιρισμών
τα μέλη ή οι καθολικοί διάδοχοί τους για χρηματική ή άλλη παροχή,
11) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις
των δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων τους για τις αμοιβές και τα έξοδά τους,
εφόσον πρόκειται για υπηρεσίες τους σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή στο
πταισματοδικείο,
12) οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή
αποζημιώσεις ή έξοδα των μαρτύρων που εξετάστηκαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή
σε διαιτητές, καθώς και εκείνες που αφορούν τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή
έξοδα των διερμηνέων, των μεσεγγυούχων και των φυλακών, με οποιοδήποτε τρόπο
και αν διορίστηκαν, και των καθολικών διαδόχων όλων αυτών,
13) οι διαφορές που προκύπτουν από πώληση
ζώων, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων.
Άρθρο
16
Εξαιρετική
αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου χωρίς διάκριση αξίας
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τα ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ (Όπως τροποποιήθηκε το ποσό με την ΑΥΔικ 125804, περ.α’ ΦΕΚ Β' 1072/1/8/2003. Ισχύει από 1/10/2003)
1) οι διαφορές από μίσθωση πράγματος ή άλλου
προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία που δεν υπάγονται στην
αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων,
2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης
εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα
στους εργαζόμενους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει
δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους
διαδόχους τους,
3) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης
εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα σε
εκείνους που εργάζονται από κοινού στον ίδιο εργοδότη,
4) οι διαφορές ανάμεσα στους επαγγελματίες ή
τους βιοτέχνες, είτε μεταξύ τους είτε με τους πελάτες τους, από την παροχή
εργασίας ή ειδών που κατασκεύασαν αυτοί,
5) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση
εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται με διατάξεις συλλογικής σύμβασης,
είτε ανάμεσα σ' αυτούς που δεσμεύονται από αυτές, είτε ανάμεσα σ' αυτούς και
τρίτους,
6) οι διαφορές ανάμεσα σε οργανισμούς
κοινωνικής ασφάλισης και στους ασφαλισμένους σ' αυτούς ή τους διαδόχους τους ή
εκείνους που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από τη σχέση ασφάλισης,
7) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις
αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο
άρθρο 15 αρ. 11, συμβολαιογράφων, δικολάβων που έχουν διοριστεί νόμιμα, άμισθων
δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών, διπλωματούχων μαιών, κτηνιάτρων,
μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών, μεσιτών που
έχουν διοριστεί νόμιμα ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών, όπως και αν
χαρακτηρίζεται η σχέση από την οποία προκύπτουν και ανεξάρτητα από το αν
υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της
πληρωμής της,
8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις
διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε ιδιοκτησία κατά ορόφους ή
διαχειριστών που διορίστηκαν από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών εταιριών ή
νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδοχών όλων αυτών για τις
αμοιβές και τα έξοδά τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον
καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της,
9) οι διαφορές που αφορούν το ποσοστό ή την
πληρωμή του ασφαλίστρου,
10) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό,
τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις
ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται εξαιτίας του γάμου,
διαζυγίου ή συγγενείας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης
μητέρας και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που είχε
επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί,
11) οι διαφορές που αφορούν, τις αμοιβές,
τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων, των διαιτητών
πραγματογνωμόνων και των εκτιμητών, με οποιοδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, ή
των καθολικών διαδόχων τους,
12) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις
αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους
δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για
αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και οι απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης
αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρίες και τους ασφαλισμένους ή τους
διαδόχους τους,
13) οι διαφορές από προσβολή της νομής ή
κατοχής κινητών ή ακινήτων.
Άρθρο
17
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων
υπάγονται:
1) οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 681
Β, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την
κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης,
2) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες
ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές
ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων
και διαμερισμάτων και
3) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση
αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών.
Άρθρο
18
Αρμοδιότητα
πολυμελούς πρωτοδικείου
Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων
υπάγονται:
1) όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν
είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία,
2) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των
ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους.
Άρθρο
19
Αρμοδιότητα
εφετείων
Στην αρμοδιότητα των εφετείων υπάγονται οι
εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών και μονομελών πρωτοδικείων της
περιφέρειάς τους.
Άρθρο
20
Αρμοδιότητα
Αρείου Πάγου
1. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου
υπάγονται οι αναιρέσεις κατά αποφάσεων οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου.
2. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ανήκουν
επίσης, εφόσον δεν έχουν οριστεί άλλα δικαστήρια,
α) οι αιτήσεις για παραπομπή, σε περίπτωση
εξαίρεσης των δικαστών πολυμελούς πολιτικού δικαστηρίου,
β) οι αιτήσεις για καθορισμό δικαστηρίου, αν
δεν υπάρχει πια το δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση που προσβλήθηκε με
ένδικο μέσο.
Άρθρο
21
Ποιο
δικαστήριο δικάζει ανακοπή ερημοδικίας ή αναψηλάφηση
Αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας ή
την αναψηλάφηση είναι το δικαστήριο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Κατά τόπον αρμοδιότητα
Άρθρο
22
Δωσιδικία
κατοικίας του εναγομένου (γενική δωσιδικία)
Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην
περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, εκτός αν ο νόμος
ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο
23
Δωσιδικία
διαμονής ή ειδικής κατοικίας
1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε
στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό, αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο στην περιφέρεια
του οποίου έχει τη διαμονή του. Αν ο τόπος όπου διαμένει δεν είναι γνωστός,
αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου είχε την τελευταία
κατοικία του στην Ελλάδα και αν δεν είχε κατοικία, την τελευταία διαμονή του.
2. Αν ο εναγόμενος έχει ειδική κατοικία,
είναι αρμόδιο και το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται αυτή.
Άρθρο
24
Δωσιδικία
κρατικών υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό
Έλληνες που έχουν προνόμιο ετεροδικίας,
καθώς και οι κρατικοί υπάλληλοι που είναι διορισμένοι στο εξωτερικό, υπάγονται
στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου κατοικούσαν πριν
από την αποστολή τους δεν είχαν κατοικία, στα δικαστήρια της πρωτεύουσας του
κράτους. Το ίδιο ισχύει για τη σύζυγο και τα τέκνα τους.
Άρθρο
25
Δωσιδικία
δημοσίου και νομικών προσώπων
1. Το δημόσιο υπάγεται στην αρμοδιότητα του
δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είναι η έδρα της αρχής η οποία, σύμφωνα
με το νόμο, το εκπροσωπεί στις δίκες που έχει κάθε φορά.
2. Τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα
να είναι διάδικοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια
του οποίου έχουν την έδρα τους.
Άρθρο
26
Δωσιδικία
δικηγόρων και συμβολαιογράφων
Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται στην
αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά
τους.
Άρθρο
27
Δωσιδικία
εταιρικών διαφορών
1. Διαφορές από την εταιρική σχέση ανάμεσα
σε μια εταιρία και στους εταίρους της ή ανάμεσα στους εταίρους μεταξύ τους
υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του
οποίου η εταιρία έχει την έδρα της.
2. Στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που
ορίζει η παρ. 1 υπάγονται και οι διαφορές που δημιουργούνται μετά την διάλυση
και την εκκαθάριση της εταιρίας και αφορούν τη διανομή της εταιρικής
περιουσίας, εφόσον η αγωγή ασκηθεί σε δύο χρόνια από την περάτωση της διανομής.
Άρθρο
28
Δωσιδικία
διαχείρισης ύστερα από δικαστική εντολή
Διαφορές που αφορούν τη διαχείριση, η οποία
διεξάγεται ύστερα από εντολή δικαστηρίου, υπάγονται στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έδωσε την εντολή και αν την εντολή την έδωσε
άλλη δικαστική αρχή, στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του
οποίου έχει την έδρα της η αρχή αυτή.
Άρθρο
29
Δωσιδικία
τοποθεσίας ακινήτων
1. Διαφορές που αφορούν εμπράγματα
δικαιώματα επάνω σε ακίνητα, τη νομή ή την κατοχή τους, διαίρεση κοινού,
κανονισμό ορίων, απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε διακατόχου, αποζημίωση για
αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς και διαφορές από μίσθωση ακινήτου ή δικαιώματος
που συνδέεται με την εκμετάλλευσή του ή από επίμορτη αγροληψία, υπάγονται στην
αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται
το ακίνητο.
2. Αν το ακίνητο βρίσκεται στις περιφέρειες
περισσότερων δικαστηρίων, ο ενάγων, έχει το δικαίωμα επιλογής.
Άρθρο
30
Δωσιδικία
κληρονομίας
1. Διαφορές που αφορούν την αναγνώριση
κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομίας, απαιτήσεις του κληρονόμου
εναντίον του νομέα ή του κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις από κληροδοτήματα
ή απαιτήσεις από άλλες διατάξεις αιτία θανάτου ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα ή
απαιτήσεις εναντίον εκτελεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της,
υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του
οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την κατοικία του και αν δεν είχε
κατοικία, τη διαμονή του.
2. Απαιτήσεις μεταξύ των κληρονόμων έως τη
διανομή της κληρονομίας, απαιτήσεις τρίτων εξαιτίας χρεών του κληρονομουμένου ή
της κληρονομίας, καθώς και εμπράγματες απαιτήσεις για κινητά που δεν
περιλαμβάνονται στην παρ. 1 υπάγονται, για δύο χρόνια από το θάνατο του
κληρονομουμένου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια
του οποίου είχε αυτός την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή
του.
Άρθρο
31
Παρεπόμενες
ή συναφείς διαφορές
1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου
και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι
παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του
δικαστηρίου της κύριας δίκης.
2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς
πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της
αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου και στην αρμοδιότητα του
μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες
υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου.
3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι
συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα το δικαστήριο που είχε
επιληφθεί πρώτο, και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.
Άρθρο
32
Δωσιδικία
δημόσιων υπαλλήλων
Δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται και στην
αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά
τους. οι στρατιωτικοί υπάγονται και στην αρμοδιότητα του
δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η μονάδα, το κατάστημα ή η
υπηρεσία όπου υπηρετούν.
Άρθρο
33
Δωσιδικία
δικαιοπραξίας
Διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος
δικαιοπραξίας εν ζωή, και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να
εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου
καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Στο ίδιο
δικαστήριο μπορούν να εισαχθούν και οι διαφορές για αρνητικό διαφέρον, καθώς
και για αποζημίωση εξαιτίας πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις.
Άρθρο
34
Δωσιδικία
ανταγωγής
Οι ανταγωγές μπορούν να εισαχθούν στο
δικαστήριο όπου εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα
του ίδιου ή κατώτερου δικαστηρίου.
Άρθρο
35
Διαφορές
από αξιόποινη πράξη
Διαφορές από αξιόποινη πράξη μπορούν να
εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τελεστεί η
αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν η απαίτηση στρέφεται εναντίον προσώπου που δεν
έχει ποινική ευθύνη.
Άρθρο
36
Δωσιδικία
διαχείρισης χωρίς δικαστική εντολή
Διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς
δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του
οποίου έγινε η διαχείριση.
Άρθρο
37
Δωσιδικία
λόγω ομοδικίας
1. Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα που
συνδέονται με το δεσμό της ομοδικίας αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην
περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, και αν δεν έχει κατοικία, τη
διαμονή του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους.
2. Διαφορές ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα, οι
οποίες έχουν την ίδια βάση και αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα
που βρίσκονται στις περιφέρειες διαφορετικών δικαστηρίων, μπορούν να εισαχθούν
σε ένα από τα δικαστήρια αυτά.
Άρθρο
38
Απαιτήσεις
κατά σπουδαστών, μαθητών, υπηρετών, υπαλλήλων κ.λπ.
Απαιτήσεις εναντίον προσώπων που έχουν
ικανότητα δικαστικής παράστασης και, εξαιτίας ειδικών συνθηκών, έχουν σε
ορισμένο τόπο διαμονή με μακρότερη διάρκεια, όπως είναι ιδίως οι υπάλληλοι, οι
υπηρέτες, οι σπουδαστές, οι μαθητές, εφόσον το αντικείμενό τους είναι
περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του
οποίου βρίσκεται ο τόπος διαμονής τους.
Άρθρο
39
Δωσιδικία
γαμικών διαφορών
Γαμικές διαφορές μπορούν να εισαχθούν και
στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας
κοινής διαμονής των συζύγων.
Άρθρο
40
Δωσιδικία
περιουσίας κατοίκων αλλοδαπής
1. Δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν
κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να
εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του
εναγομένου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο.
2. Αν η περιουσία συνίσταται σε χρηματικές
απαιτήσεις του εναγομένου εναντίον τρίτου, θεωρείται πως η περιουσία βρίσκεται
στον τόπο της κατοικίας του τρίτου.
Άρθρο
40Α
Διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης
οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο, μπορούν να
εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου προκλήθηκε η ζημιά.
(Όπως προστέθηκε το άρθρο 40Α με το άρθρο 26 του ν 2721/99.)
Άρθρο
41
Επιλογή
από τον ενάγοντα
Ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, ο
ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής. η προτεραιότητα μεταξύ τους
κανονίζεται από το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Παρέκταση της αρμοδιότητας
Άρθρο
42
Συμφωνία
για παρέκταση αρμοδιότητας
1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν
είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να
γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό
αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για
τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα.
2. Θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία,
αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην συζήτηση* και δεν προτείνει
έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
43
Συμφωνία
για μελλοντικές διαφορές
Η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό
δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι
έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι
διαφορές.
Άρθρο
44
Δημιουργία
αποκλειστικής δωσιδικίας
Οι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43
δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία
προκύπτει το αντίθετο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Έρευνα της αρμοδιότητας
Άρθρο
45
Αμετάβλητο
αρμοδιότητας
Το δικαστήριο που ήταν καθ' ύλην και κατά
τόπον αρμόδιο όταν ασκήθηκε η αγωγή, είναι αρμόδιο έως την περάτωση της δίκης,
ακόμη και αν, στη διάρκειά της, μεταβληθούν τα πραγματικά περιστατικά που
καθορίζουν την αρμοδιότητα.
Άρθρο
46
Αυτεπάγγελτη
έρευνα αρμοδιότητας. Παραπομπή
Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ' ύλην ή κατά
τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο
δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν
τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου
που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η
παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται.
Άρθρο
47
Μη
παραπομπή σε κατώτερο δικαστήριο. Όχι ένδικα μέσα
Απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου
δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην
αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για τις
αποφάσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου σχετικά με τις υποθέσεις που ανήκουν στην
αρμοδιότητα του μονομελούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Παραπομπή από δικαστήριο σε δικαστήριο
Άρθρο
48
Πότε
γίνεται παραπομπή
Παραπομπή από ένα δικαστήριο σε άλλο,
ισόβαθμο και ομοειδές γίνεται με αίτηση:
1) αν ολόκληρο δικαστήριο ή τόσοι δικαστές
εξαιρεθούν, ώστε οι υπόλοιποι να μην αρκούν για τη νόμιμη συγκρότηση του
δικαστηρίου,
2) αν, εξαιτίας ασθένειας ή από οποιοδήποτε
άλλο λόγο, δεν υπάρχει ο αριθμός των δικαστών που απαιτείται από το νόμο για τη
συγκρότηση του δικαστηρίου,
3) αν από συζήτηση της υπόθεσης σε ορισμένο
τόπο προκύπτει κίνδυνος για την κοινή ασφάλεια.
Άρθρο
49
Ποιος
ζητεί την παραπομπή
Την παραπομπή έχει δικαίωμα να ζητήσει
οποιοσδήποτε διάδικος στις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48 και μόνο ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην περίπτωση 3 του ίδιου άρθρου.
Άρθρο
50
Ποιο
δικαστήριο αποφασίζει
Για την παραπομπή, στις περιπτώσεις 1 και 2
του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα:
1) το πολυμελές πρωτοδικείο, αν πρόκειται
για παραπομπή από ειρηνοδικείο σε ειρηνοδικείο,
2) το εφετείο, αν πρόκειται για παραπομπή
από μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο σε μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο,
3) ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση.
Για την παραπομπή στην περίπτωση 3 του άρθρου 48 έχει αρμοδιότητα πάντοτε ο Άρειος
Πάγος.
Άρθρο
51
Διαδικασία
της παραπομπής
Η αίτηση για παραπομπή γίνεται με έγγραφο
που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και δικάζεται κατά τη
διαδικασία που τηρείται στο δικαστήριο αυτό, χωρίς να χρειάζεται παραπομπή της
υπόθεσης σε εισηγητή. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση των λόγων
για τους οποίους ζητείται η παραπομπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Εξαίρεση δικαστών και υπαλλήλων της γραμματείας
Άρθρο
52
Λόγοι
εξαιρέσεως
1. Δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι της
γραμματείας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν ενεργούν, μπορούν να προτείνουν την
εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο:
α) αν είναι διάδικοι ή συνδέονται με έναν
από τους διαδίκους ως συνδικαιούχοι, συνυπόχρεοι ή είναι υπόχρεοι σε αποζημίωση
ή έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στη δίκη,
β) αν συνδέονται με κάποιο διάδικο σε ευθεία
γραμμή, με συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή με υιοθεσία, αν είναι
συγγενείς σε πλάγια γραμμή με συγγένεια εξ αίματος έως τον τέταρτο βαθμό ή με
συγγένεια εξ αγχιστείας έως το δεύτερο βαθμό, αν είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή
μνηστήρες ενός από τους διαδίκους,
γ) αν είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή συνδέονται με υιοθεσία, ή είναι συγγενείς εξ
αίματος ή εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή έως το δεύτερο βαθμό προσώπου, το
οποίο παίρνει μισθό ή άλλη χορηγία με χρηματική αξία είτε για τις υπηρεσίες που
παρέχει είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή
οποιασδήποτε μορφής εταιρία που έχουν άμεσο ή έμμεσο ιδιωτικό συμφέρον στην
έκβαση της δίκης,
δ) αν στην ίδια υπόθεση εξετάστηκαν ως
μάρτυρες ή παραστάθηκαν ως δικηγόροι ή γενικά ως πληρεξούσιοι ή παραστάθηκαν ή
μπορούν να παραστούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι κάποιου από τους διαδίκους,
ε) αν διεξήγαγαν την υπόθεση, από την οποία
προήλθε η διαφορά ή έχουν ενεργήσει στη δίκη ως πραγματογνώμονες ή σύμβουλοι ή
διαιτητές ή έχουν συντάξει το έγγραφο που προσβάλλεται ή αν είχαν μετάσχει στη
σύνθεση του δικαστηρίου του οποίου η απόφαση έχει προσβληθεί με έφεση ή
αναίρεση,
στ) αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια
μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες
σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα.
2. Οι εισαγγελείς δεν εξαιρούνται, όταν
ενεργούν ως διάδικοι.
Άρθρο
53
Πότε
δεν επιτρέπεται
1. Είναι απαράδεκτη η αίτηση για την
εξαίρεση ολόκληρου του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή όλων των μελών της
εισαγγελίας του ή τόσων αρεοπαγιτών, ώστε με τον αριθμό που απομένει να μην
είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού.
2. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και
όταν η αίτηση για την εξαίρεση αφορά όλα τα εφετεία, τα πρωτοδικεία ή τα
ειρηνοδικεία του κράτους.
Άρθρο
54
Αρμόδιο
για την εξαίρεση δικαστήριο
Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι
το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος. Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή
μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδικείου, είναι αρμόδιο το πολυμελές
πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά. Σε
περίπτωση εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προϊστάμενος του
δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.
Άρθρο
55
Δήλωση
λόγου εξαίρεσης
1. Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και
εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον
πρόεδρο του δικαστηρίου.
2. Υπάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών
δικαστηρίων, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον
προϊστάμενο της γραμματείας.
3. Δικαστές μονομελών πρωτοδικείων και
ειρηνοδίκες, καθώς και υπάλληλοι της γραμματείας τους, αν υπάρχει λόγος
εξαίρεσής τους οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου
και να απόσχουν από τα καθήκοντά τους ωσότου αυτό αποφασίσει.
4. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη
συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο.
Άρθρο
56
Αυτεπάγγελτη
ενέργεια
Το αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να
αποφασίσει για την εξαίρεση των προσώπων, που αναφέρονται στο άρθρο 52 και
αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του προέδρου ή του εισαγγελέα, έχοντας τη
δυνατότητα να ακούσει και τον εξαιρούμενο.
Άρθρο
57
Πότε
προτείνεται η εξαίρεση
Η εξαίρεση προτείνεται από το διάδικο πέντε
ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ αργότερα ωσότου περατωθεί η
συζήτηση στο ακροατήριο, μόνο αν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της
εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στο διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης
προθεσμίας. Στην τελευταία περίπτωση, αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, μπορούν,
ύστερα από αίτηση, να κηρυχθούν άκυρες οι πράξεις της διαδικασίας στις οποίες
είχε συμπράξει ο εξαιρούμενος.
Άρθρο
58
Πώς
προτείνεται. Συζήτηση. Αποχή
1. Η αίτηση για την εξαίρεση, που
υποβάλλεται έως την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, γίνεται με κατάθεση
εγγράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην αίτηση πρέπει να
αναφέρονται οι λόγοι της εξαίρεσης, διαφορετικά είναι απαράδεκτη.
2. Η αίτηση για την εξαίρεση ανακοινώνεται
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον εξαιρούμενο για να λάβει θέση και συζητείται το
αργότερο έως την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά τη διαδικασία που εφαρμόζει το
δικαστήριο που τη δικάζει, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. Οι διάδικοι
καλούνται να παραστούν στη συζήτηση με την επιμέλεια της γραμματείας του
δικαστηρίου. Ο εξαιρούμενος, από τότε που θα του ανακοινωθεί ότι έχει υποβληθεί
η αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια, εκτός αν προκύπτει κίνδυνος από
την αναβολή.
Άρθρο
59
Αίτηση
εξαίρεσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης
Η αίτηση για την εξαίρεση, όταν υποβάλλεται
κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο ακροατήριο, γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται
στα πρακτικά και αναφέρει τους λόγους της εξαίρεσης. στα πολυμελή
δικαστήρια συζητείται αμέσως, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. Ο εξαιρούμενος,
από τότε που θα μάθει ότι έχει υποβληθεί η αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε
ενέργεια εκτός αν προκύπτει κίνδυνος από την αναβολή.
Άρθρο
60
Απόφαση
1. Η απόφαση για την αίτηση της εξαίρεσης
εκδίδεται αμέσως με απλή πιθανολόγηση των λόγων της εξαίρεσης. Η απόφαση για
την εξαίρεση υπαλλήλου της γραμματείας καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση.
2. Σε κάθε περίπτωση που η αίτηση γίνεται
δεκτή, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Άρθρο
61
Αδυναμία
συγκρότησης δικαστηρίου. Παραπομπή
Αν η αίτηση για την εξαίρεση δικαστή
μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη γίνει δεκτή και το δικαστήριο δεν μπορεί
να συγκροτηθεί, το πολυμελές πρωτοδικείο, με την ίδια απόφαση για την εξαίρεση
παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο της
περιφέρειάς του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Διάδικοι
Άρθρο
62
Ποιοι
μπορούν να είναι διάδικοι
Όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις
προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και
εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι.
Άρθρο
63
Ποιοι
μπορούν να παρίστανται στο δικαστήριο
1. Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε
δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Όποιος
έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία ή βρίσκεται κατά το χρόνο που
επιχειρεί συγκεκριμένη δήλωση της βούλησής του, σε κατάσταση που δεν
επιτρέπεται να είναι αυτή έγκυρη, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το
δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το ουσιαστικό δίκαιο έχει την ικανότητα για
δικαιοπραξία ή όπου ο νόμος επιτρέπει την αυτοπρόσωπη παράστασή του.
(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν 2447/96.)
2. Στα ασφαλιστικά μέτρα για να αποτραπεί
επικείμενος κίνδυνος από την αναβολή μπορεί να παρίσταται και όποιος δεν είναι
ικανός για δικαιοπραξία.
Άρθρο
64
Πώς
εκπροσωπούνται οι ανίκανοι, τα νομικά πρόσωπα, οι ενώσεις προσώπων
1. Όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο
δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους
τους.
2. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο
δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στις περιπτώσεις που χρειάζεται προηγούμενη
άδεια για την διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη χορήγησή της περιλαμβάνει και
τη δίκη κατ' έφεση, αναψηλάφηση και αναίρεση.
3. Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο
σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρίες που δεν έχουν νομική
προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί
η διαχείριση των υποθέσεών τους.
4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που ρυθμίζει τη
δικαστική παράσταση των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3, τα
πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται από όποιους τα αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές
τους σχέσεις.
Άρθρο
65
Γενική
και ειδική εξουσιοδότηση διεξαγωγής δίκης
1. Πράξεις για την εξώδικη ενέργεια των
οποίων από το νόμιμο αντιπρόσωπό του διαδίκου απαιτείται, κατά τους ορισμούς
του ουσιαστικού δικαίου, ειδική εξουσιοδότηση είναι ισχυρές, και χωρίς αυτήν,
ως διαδικαστικές πράξεις, αν έχει δοθεί γενική εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή
της δίκης.
2. Ο συμβιβασμός, η αναγνώριση ή η παραίτηση
από το δικαίωμα της αγωγής και η συμφωνία για διαιτησία είναι ανίσχυρες, χωρίς
εξουσιοδότηση για την ενέργεια των πράξεων αυτών.
Άρθρο
66
Ικανότητα
παράστασης αλλοδαπών
Αλλοδαπό πρόσωπο που δεν έχει σύμφωνα με το
δίκαιο της ιθαγένειάς του ικανότητα για δικαστική παράσταση με το δικό του
όνομα θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα ελληνικά δικαστήρια αν
έχει αυτή την ικανότητα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.
Άρθρο
67
Ελλείψεις
σχετικές με την ικανότητα παράστασης. Συμπλήρωση
1. Αν υπάρχουν ελλείψεις σχετικά με την
ικανότητα των διαδίκων για δικαστική παράσταση με το δικό τους όνομα ή σχετικά
με τη νόμιμη εκπροσώπησή τους και την άδεια ή εξουσιοδότηση που απαιτείται για
τη διεξαγωγή της δίκης, εφόσον μπορούν να συμπληρωθούν, το δικαστήριο αναβάλλει
την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων. Αν
από την αναβολή απειλείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του διάδικου, το
δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σ' αυτόν ή στον αντιπρόσωπό του να συνεχίσει τη
δίκη ή να ενεργήσει τις διαδικαστικές πράξεις που χρειάζονται για να αποφευχθεί
ο κίνδυνος, δεν έχει όμως την εξουσία να εκδώσει οριστική απόφαση προτού
συμπληρωθούν οι ελλείψεις ή προτού περάσει η προθεσμία που έταξε για το σκοπό
αυτόν. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη
συμπλήρωση των ελλείψεων.
2. Αν η συμπλήρωση των ελλείψεων είναι
αδύνατη ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία που ορίστηκε για το σκοπό αυτόν, το
δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Άρθρο
68
Άμεσο
έννομο συμφέρον για δικαστική προστασία
Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει
όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον.
Άρθρο
69
Πότε
άλλοτε μπορεί να ζητηθεί
1. Επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική
προστασία και:
α) αν η παροχή που δεν εξαρτάται από
αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου, προτού επέλθει το
χρονικό αυτό σημείο,
β) στην περίπτωση του άρθρου 378 του αστικού
κώδικα,
γ) αν ο ενάγων ζητεί να του παραδοθεί ένα
πράγμα και, για την περίπτωση που δεν του παραδοθεί το ίδιο πράγμα, ζητεί το
διαφέρον,
δ) αν η γένεση ή η άσκηση του δικαιώματος
εξαρτάται από την έκδοση της απόφασης,
ε) αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση
αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος,
στ) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν υπάρχει
βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής.
2. Στην περίπτωση του εδαφ. α' την
προηγούμενης παραγράφου ο εναγόμενος καταδικάζεται να καταβάλει τα χρήματα ή να
παραδώσει το πράγμα μόλις επέλθει το χρονικό σημείο. Στην περίπτωση του εδαφ.
γ' καταδικάζεται να πληρώσει αποζημίωση, αν δεν βρεθεί το πράγμα στο στάδιο της
εκτέλεσης. Στην περίπτωση του εδαφ. ε' καταδικάζεται στην παροχή, μόλις
πληρωθεί η αίρεση ή επέλθει ο γεγονός και αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που
ορίζει η απόφαση.
Άρθρο
70
Αναγνωριστική
αγωγή
Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί
η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.
Άρθρο
71
Διαπλαστική
αγωγή
Δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος
επιδιώκει τη σύσταση, τη μεταβολή ή την κατάργηση έννομης σχέσης στις
περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Άρθρο
72
Υποκατάσταση
στην άσκηση δικαστικής προστασίας. Πλαγιαστική αγωγή
Οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν
δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους εφόσον εκείνος δεν
τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του.
Άρθρο
73
Έρευνα
των προϋποθέσεων
Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε
κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Ομοδικία
Άρθρο
74
Ομοδικία
απλή. Περιπτώσεις
Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν
αγωγή ή να εναχθούν από κοινού, ως ομόδικοι, εκτός από τις περιπτώσεις που
ορίζουν άλλες διατάξεις,
1) αν, σχετικά με το αντικείμενο της
διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση ή αν τα δικαιώματα ή οι
υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή
2) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι
ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη
στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει
αρμοδιότητα για τον καθένα από τους εναγόμενους.
Άρθρο
75
Ανεξάρτητες
ενέργειες. Επίσπευση δίκης
1. Κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει
διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους. Οι πράξεις και οι
παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους.
2. Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να επισπεύσει
τη δίκη. Το δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, έχει
το δικαίωμα να διατάξει το διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να καλέσει και
τους ομοδίκους που δεν κάλεσε.
Άρθρο
76
Ομοδικία
αναγκαστική. Συνέπειες
1. Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο
ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους
ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή,
εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν
αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν
και βλάπτουν τους άλλους. οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν
προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους
που παρίστανται.
2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στο
συμβιβασμό, στην αναγνώριση, στην παραίτηση από τη δίκη και στη συμφωνία για
διαιτησία.
3. Οι απόντες ομόδικοι καλούνται σε κάθε
μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη.
4. Η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον
από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους.
Άρθρο
77
Επιρροή
αντιφατικών ισχυρισμών
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν οι
ομόδικοι προτείνουν αντιφατικούς ισχυρισμούς, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την
επιρροή τους στη διαδικασία και στην απόφαση, και μπορεί να καθορίσει τα
αποτελέσματά τους χωριστά για κάθε ομόδικο.
Άρθρο
78
Έλλειψη
προϋποθέσεων. Χωρισμός δίκης
Αν λείπουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας, το
δικαστήριο διατάζει το χωρισμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Συμμετοχή τρίτων στη δίκη
Άρθρο
79
1. Αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα
μέρος από το αντικείμενο δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να
παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας
διαδικασίας.
2. Όποιος παρεμβαίνει κατά την παράγραφο 1
δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τεθεί εκτός δίκης οποιοσδήποτε από τους
αρχικούς διαδίκους, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή αν συμφωνούν σ' αυτό
όλοι οι διάδικοι.
Άρθρο
80
Παρέμβαση
πρόσθετη
Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος
έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση
αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το
διάδικο αυτόν.
Άρθρο
81
Πώς
ασκείται η παρέμβαση. Στοιχεία δικογράφου. Αποτελέσματα
1. Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα
από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους
τους διαδίκους. Το δικόγραφο της παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα
στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο,
α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς
που εκκρεμεί,
β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που
έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη, καθώς και του δικαιώματος με βάση το
οποίο αντιποιείται το επίδικο,
γ) σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης,
καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου γίνεται η παρέμβαση.
2. Η άσκηση της κύριας παρέμβασης έχει τα
αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.
3. Ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες
διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Σε περίπτωση
πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη κλήτευσης και ο
διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.
Άρθρο
82
Διαδικαστικές
πράξεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος
Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα
να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που επιτρέπονται στη δίκη προς το
συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει
την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της
παρέμβασής του. Οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι
αντίθετες προς τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε
την παρέμβαση. Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους
πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση.
Άρθρο
83
Πρόσθετη
παρέμβαση και αναγκαστική ομοδικία
Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη
εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς
τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78.
Άρθρο
84
Έκταση
δικαιωμάτων του προσθέτως παρεμβαίνοντος
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, στις
σχέσεις του με διάδικο για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν
έχει δικαίωμα να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα τη διαφορά έτσι
όπως του υποβλήθηκε. Έχει δικαίωμα να προτείνει ότι ο διάδικος, για την
υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, διεξήγαγε τη δίκη κατά τρόπο
πλημμελή, αλλά μόνο όταν είτε εξαιτίας της στάσης, στην οποία βρισκόταν η δίκη,
όταν άσκησε την παρέμβασή του, είτε από τις πράξεις του διαδίκου, για την
υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, εμποδίστηκε να προτείνει
ισχυρισμούς ή όταν ο διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την
παρέμβαση, παρέλειψε από δόλο ή από βαριά αμέλεια να προτείνει ισχυρισμούς που
ήταν άγνωστοι σε εκείνον που άσκησε την παρέμβαση.
Άρθρο
84
Ο
προσθέτως παρεμβαίνων ως κύριο διάδικος
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση έχει
δικαίωμα, αν συμφωνούν όλοι οι διάδικοι, να συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος
διάδικος, οπότε παίρνει τη θέση του διαδίκου για την υποστήριξη του οποίου
άσκησε την παρέμβαση και εκείνος τίθεται εκτός δίκης. Η απόφαση που θα εκδοθεί
δεν ισχύει εναντίον του αρχικού διαδίκου που με τη συναίνεση όλων των διαδίκων
τέθηκε εκτός δίκης.
Άρθρο
86
Προσεπίκληση
των αναγκαστικών ομοδίκων
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν μόνο ένας
ή μερικοί από τους ομοδίκους ασκούν την αγωγή, ενώ οι άλλοι δεν θέλουν να
συμπράξουν μαζί τους, οι πρώτοι έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν τους
τελευταίους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο
εναγόμενος, αν μόνο ένας ή κάποιοι από τους ομοδίκους άσκησαν εναντίον του την
αγωγή ή αν ο ενάγων άσκησε την αγωγή μόνο εναντίον ενός ή μερικών από τους
ομοδίκους.
Άρθρο
87
Προσεπίκληση
του αληθινού κυρίου ή νομέα
Όποιος ενάγεται με εμπράγματη αγωγή, αν
κατέχει το επίδικο πράγμα ή αν ασκεί εμπράγματο δικαίωμα στο όνομα άλλου, έχει
δικαίωμα να τον προσεπικαλέσει στη δίκη.
Άρθρο
88
Προσεπίκληση
των δικονομικών εγγυητών
Ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε
κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους
οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας.
Άρθρο
89
Πώς
και πότε ασκείται η προσεπίκληση
Η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις
διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, το αργότερο έως την συζήτηση* στο ακροατήριο,
και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο. Η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα
αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
90
Πότε
το δικαστήριο διατάσσει την προσεπίκληση
Αν υπάρχει περίπτωση να προσεπικαλέσει ένας
διάδικος κάποιον τρίτο και το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρέμβασή του στη
δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκλησή του, με
απόφαση που ορίζει με την επιμέλεια ποιου διαδίκου θα γίνει η προσεπίκληση
καθώς και το χρόνο, κατά τον οποίο πρέπει να γίνει. Η προσεπίκληση που
διατάχθηκε επιτρέπεται να γίνει και με την επιμέλεια οποιουδήποτε άλλου διαδίκου.
Άρθρο
91
Ανακοίνωση
δίκης. Πώς ασκείται
1. Όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να
ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους, ώσπου να εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης.
2. Η ανακοίνωση γίνεται με δικόγραφο, που πρέπει
να αναφέρει και την αιτία, για την οποία γίνεται η ανακοίνωση, καθώς και τη
στάση στην οποία βρίσκεται η δίκη. Η ανακοίνωση ασκείται σύμφωνα με τις
διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον τρίτο.
3. Η ανακοίνωση δεν δίνει σε εκείνον που
ανακοινώνει τη δίκη το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης ή παράταση των
προθεσμιών της.
Άρθρο
92
Δικαιώματα
του τρίτου. Συνέπειες αν δεν μετάσχει στη δίκη
Ο τρίτος στον οποίο έγινε η ανακοίνωση έχει
δικαίωμα να συμμετάσχει στη δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την
παρέμβαση. Αν εκείνος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση δεν συμμετάσχει στη
δίκη, και η ανακοίνωση έγινε πριν από την συζήτηση* στο ακροατήριο, δεν έχει το
δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή εναντίον της απόφασης που θα εκδοθεί.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
93
Παρέμβαση
σε δίκη για απαίτηση δεκτική καταθέσεως
Αν παρέμβει στη δίκη τρίτος, αντιποιούμενος
επίδικη απαίτηση, με αντικείμενο που μπορεί να κατατεθεί, εφόσον ο εναγόμενος
το καταθέσει δημόσια και παραιτηθεί από το δικαίωμα να το αναλάβει, το
δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου τον θέτει εκτός δίκης.
Άρθρο
93Α
Καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ.3 του ν. 2207/94
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Πληρεξουσιότητα
Άρθρο
94
Παράσταση
με δικηγόρο ή χωρίς δικηγόρο
1. Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν
υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.
2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση
διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο:
α) στο ειρηνοδικείο
β) στα ασφαλιστικά μέτρα,
γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος.
3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής
έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο
να προσλάβει δικηγόρο.
Άρθρο
95
Δικαιώματα
περισσοτέρων πληρεξουσίων
Αν στην ίδια δίκη εκπροσωπούν το διάδικο
περισσότεροι πληρεξούσιο δικηγόροι, έχουν δικαίωμα να ενεργούν είτε από κοινού
είτε ο καθένας χωριστά. Αντίθετος όρος του πληρεξούσιου εγγράφου δεν ισχύει
απέναντι στον αντίδικο, εκτός αν το πληροφορήθηκε με κοινοποίηση.
Άρθρο
96
Τύπος
πληρεξουσιότητας
1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με
συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά
ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την
παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων.
2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να
δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφό της που περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται
στην παράγραφο 1.
3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του
ειρηνοδικείου η πληρεξουσιότητα δίνεται και με ιδιωτικό έγγραφο που περιέχεται
στοιχεία της παραγράφου 1. η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα
βεβαιώνεται από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον αστυνόμο.
Άρθρο
97
Γενική
πληρεξουσιότητα. Έκταση. Διάρκεια
1. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον
πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την
πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν
τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών,
παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα
και να επιδιώκει την εκτέλεση καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες
που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές.
2. Περιορισμός της πληρεξουσιότητας ισχύει
μόνο αν δηλώθηκε ρητά, όταν χορηγήθηκε.
3. Η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες
παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της.
Άρθρο
98
Πότε
απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα
Η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο
96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά,
α) το δικαίωμα να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας,
καθώς και να διεξαχθεί δίκη που αφορά γαμικές διαφορές ή σχέσεις των τέκνων με
τους γονείς τους,
β) το δικαίωμα να συμφωνηθεί συμβιβασμός και
διαιτησία, να γίνει αναγνώριση, παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής ή των
ένδικων μέσων, καθώς και την προσβολή εγγράφου ως πλαστού.
Άρθρο
99
Ανάκληση
ομολογιών από το διάδικο
Ο διάδικος, όταν εμφανίζεται μαζί με
πληρεξούσιο, έχει δικαίωμα να ανακαλεί αμέσως τις ομολογίες εκείνου.
Άρθρο
99
Πότε
παύση η πληρεξουσιότητα
Η πληρεξουσιότητα παύει:
1) όταν πεθάνει ο πληρεξούσιος ή μεταβληθεί
η ικανότητά του για δικαστική παράσταση,
2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη, για την
οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα,
3) όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθεί
ή παυθεί περισσότερο από τρεις μήνες ή εκπέσει από το λειτούργημά του,
4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα,
5) όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθεί από την
πληρεξουσιότητα.
Άρθρο
101
Συνέχιση
πληρεξουσιότητας σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας
Σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την
πληρεξουσιότητα ή μεταβολής της ικανότητας για δικαστική παράσταση του ίδιου ή
του νόμιμου αντιπροσώπου του, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και παύει μόνο όταν
διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.
Άρθρο
102
Πότε
παύει η πληρεξουσιότητα απέναντι στον αντίδικο
1. Η παύση της πληρεξουσιότητας για τη
διεξαγωγή δίκης ή την ενέργεια ορισμένων διαδικαστικών πράξεων, που προκλήθηκε
με την ανάκλησή της ή με την παραίτηση του πληρεξουσίου, ισχύει απέναντι στον
αντίδικο μόνο από τότε που του κοινοποιείται η ανάκληση ή η παραίτηση ή από τη
δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. όπου ο νόμος
απαιτεί να διοριστεί άλλος πληρεξούσιος δικηγόρος, η παύση ισχύει από τότε που
θα γνωστοποιηθεί στον αντίδικο και ο διορισμός του νέου πληρεξουσίου.
2. Η παύση που επέρχεται με ανάκληση της
πληρεξουσιότητας πρέπει να κοινοποιηθεί και στον ανακαλούμενο πληρεξούσιο,
καθώς και στο συμβολαιογράφο που είχε συντάξει το πληρεξούσιο έγγραφο ο οποίος
είναι υποχρεωμένος να σημειώσει την ανάκληση στο πρωτότυπο του πληρεξούσιου
εγγράφου.
Άρθρο
103
Υποχρεώσεις
πληρεξουσίου που παραιτήθηκε
Επί ένα μήνα μετά την παύση της
πληρεξουσιότητας που προκλήθηκε με παραίτηση του πληρεξουσίου, αν δεν ανέλαβε
τη διεξαγωγή της δίκης αντικαταστάτης, ο πληρεξούσιος που παραιτήθηκε έχει
δικαίωμα και υποχρέωση να ενεργεί στη δίκη μόνο τις πράξεις που είναι αναγκαίες
για να προστατευθούν τα συμφέροντα εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να
αποτραπούν επιβλαβείς συνέπειες εξαιτίας της παραίτησης.
Άρθρο
104
Έλεγχος
πληρεξουσιότητας
Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις
κλήσεις έως την συζήτηση* στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα
ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν δεν
υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει
προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης,
την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
105
Συμπλήρωση
ελλείψεων
1. Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος
δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει
σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον
που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά.
Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση
της έλλειψης.
2. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να
εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε.
3. Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην
προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και
καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα
που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Θεμελιώδεις δικονομικές αρχές
Άρθρο
106
Αρχή
διάθεσης και συζήτησης
Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση
διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν
και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος
ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο
107
Ευχέρεια
δικαστηρίου για την απόδειξη
Το δικαστήριο διατάζει και αυτεπαγγέλτως τη
διεξαγωγή απόδειξης με οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπει ο
νόμος, και αν δεν τα επικαλέστηκαν οι διάδικοι.
Άρθρο
108
Οι
διάδικοι κινούν τις διαδικασίες
Οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με
πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο
109
Αναφαίρετος
ο νόμιμος δικαστής
1. Δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν,
χωρίς τη θέλησή του, ο δικαστής που ορίζει ο νόμος γι' αυτόν.
2. Το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να
μεταβιβάσει τη δικαιοδοσία του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Μόνο
ειδικές διαδικαστικές πράξεις μπορούν να ανατεθούν και σε άλλα δικαστήρια ή
δικαστές, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Άρθρο
110
Οι
διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις
1. Οι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και
τις ίδιες υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου.
2. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται
σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμένων των
θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του
νόμου.
3. Οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να
εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, όταν τους καλεί για το σκοπό αυτό.
Άρθρο
111
Απαραίτητη
η προδικασία
1. Η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται
στην έγγραφη προδικασία.
2. Καμιά κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για
δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί
προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί
χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο
112
Όχι
δημόσια η προδικασία
Η προδικασία και η διαδικασία έξω από το
ακροατήριο δεν είναι δημόσιες, επιτρέπεται όμως να προσέρχονται σε αυτές οι
διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους.
Άρθρο
113
Δημόσιες
συνεδριάσεις των δικαστηρίων
1. Οι συνεδριάσεις όλων των πολιτικών
δικαστηρίων γίνονται δημόσια. Η διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης γίνεται
μυστικά.
2. Όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει
κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα
των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων,
εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με τρόπο ανάρμοστο
και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης.
Άρθρο
114
Λόγοι
περιορισμού της δημοσιότητας
1. Αν η διεξαγωγή της συζήτησης θα μπορούσε
να είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης ή ενός μέρους
της κεκλεισμένων των θυρών. οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι
πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοί τους έχουν δικαίωμα να παρίστανται. Το
δικαστήριο μπορεί να διατάξει να παραμείνουν στο ακροατήριο τα πρόσωπα που
έχουν εντολή να τηρούν την τάξη, οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες καθώς και
να επιτρέψει, ύστερα από αίτηση διαδίκου, να παραμείνουν στο ακροατήριο έως
τρία πρόσωπα της εκλογής του.
2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δεν
επιτρέπεται να εκδοθεί χωρίς προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων ή των
πληρεξουσίων τους και του εισαγγελέα, αν αυτός παρίσταται. Η συζήτηση γίνεται
δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να γίνει και αυτή κεκλεισμένων
των θυρών
3.Η απόφαση που διατάζει να γίνει η συζήτηση
κεκλεισμένων των θυρών καθώς και η απόφαση για την υπόθεση δημοσιεύονται σε
δημόσια συνεδρίαση.
4. Ο εισαγγελέας που ήταν παρών καθώς και οι
διάδικοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αμέσως και αυτοτελώς τα ένδικα μέσα της
έφεσης και της αναίρεσης εναντίον της απόφασης που διέταξε να γίνει η συζήτηση
κεκλεισμένων των θυρών. Τα ένδικα αυτά μέσα δεν αναστέλλουν τη συζήτηση της
υπόθεσης.
Άρθρο
115
Έγγραφη
προδικασία. Προφορική συζήτηση και προτάσεις
1. Η διαδικασία πριν από τη δημόσια
συνεδρίαση και έξω από το ακροατήριο είναι πάντοτε έγγραφη.
2. Στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις
υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική.
(Όπως οι λέξεις και οι αριθμοί <<εκτός από την περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 226>> διαγράφηκαν με το άρθρο 1 παρ.2 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
3. Οι διάδικοι ενώπιον του ειρηνοδικείου
έχουν δικαίωμα, ενώ ενώπιον των άλλων δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν
προτάσεις.
4. Σε δύσκολες υποθέσεις ο ειρηνοδίκης
μπορεί να υποχρεώσει τους διαδίκους να καταθέσουν προτάσεις. Στην περίπτωση του
άρθρου 242 παρ.2 η υποβολή προτάσεων είναι υποχρεωτική.
Άρθρο
116
Καλοπιστία
και ειλικρίνεια
Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι
πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της
καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της
δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι
ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας
διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Εκθέσεις
Άρθρο
117
Ουσιώδη
στοιχεία της εκθέσεως
Ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση
είναι:
1. να συντάσσεται όταν γίνεται η πράξη με
την παρουσία όσων συμπράττουν,
2. να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο που
γίνεται η πράξη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία κάθε
προσώπου που είναι παρόν,
3. να διαβάζεται στους παρόντες διαδίκους
και στα άλλα πρόσωπα που συμπράττουν και να επιβεβαιώνεται από αυτούς,
4. να υπογράφεται από το δικαστή ή δικαστικό
υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα που συνέπραξε, από τους παρόντες
διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν ή να αναφέρεται η άρνηση ή η
αδυναμία τους να υπογράψουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Δικόγραφα
Άρθρο
118
Στοιχεία
δικογράφων
Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο
σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν:
1) το δικαστήριο ή το δικαστή, ενώπιον του
οποίου διεξάγεται η δίκη ή η διαδικαστική πράξη,
2) το είδος του δικογράφου,
3) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και
την κατοικία όλων των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων τους και αν
πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους,
4) το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο
σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και
5) τη χρονολογία και την υπογραφή του
διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του δικαστού πληρεξουσίου του και, όταν
είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του δικηγόρου.
Άρθρο
119
Αναγραφή
διευθύνσεως του διαδίκου
1. Τα δικόγραφα της αγωγής, της ανακοπής
ερημοδικίας, της έφεσης, της αναίρεσης, της αναψηλάφησης, της τριτανακοπής, της
ανακοπής εναντίον εξώδικων και δικαστικών πράξεων, της κύριας και πρόσθετης
παρέμβασης, της ανακοίνωσης και της προσεπίκλησης πρέπει να περιέχουν, εκτός
από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 118, και ακριβή καθορισμό της
διεύθυνσης, και ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος
του διαδίκου που ενεργεί τη δικαστική πράξη, του νόμιμου αντιπροσώπου και του
δικαστικού πληρεξουσίου του.
2. Η διάταξη της παραγράφου 1 εφαρμόζεται
και στο δικόγραφο της δήλωσης για την εκούσια επανάληψη της δίκης, καθώς και
στις προτάσεις που υποβάλλονται για πρώτη φορά σε κάθε δικαστήριο, εφόσον ο
διάδικος δεν είχε κοινοποιήσει δικόγραφο από εκείνα που αναφέρονται στην παρ.
1.
3. Κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να
γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλο ή με
τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του
δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και
κοινοποιείται στον αντίδικο.
Άρθρο
120
Επίδοση
στην αναγραφόμενη διεύθυνση
Η επίδοση εγγράφου που αφορά την εκκρεμή
δίκη, καθώς και η επίδοση της οριστικής απόφασης, που γίνεται στη διεύθυνση της
κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος, η οποία είχε αναφερθεί σύμφωνα με
το άρθρο 119, είναι έγκυρη, ακόμη και αν ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε ή
δεν έχει πια εκεί την κατοικία ή το γραφείο ή το κατάστημά του.
Άρθρο
121
Συνέπειες
μη αναγραφής διευθύνσεως
Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων
1 και 2 του άρθρου 119, επιτρέπεται να γίνουν όλες οι επιδόσεις στον αντίκλητο,
ακόμη και εκείνες που πρέπει να γίνουν στον ίδιο το διάδικο. Αν δεν υπάρχει
αντίκλητος ή υπάρχει αλλά είναι άγνωστη η διεύθυνσή του, καθώς και του
διαδίκου, οι επιδόσεις αυτές μπορεί να γίνουν στη γραμματεία του δικαστηρίου
ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη. Για την κρίση αν είναι άγνωστη η
διεύθυνση του διαδίκου ή του αντικλήτου, όταν υπάρχει, αρκεί και απλή
πιθανολόγηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Επιδόσεις
Άρθρο
122
Όργανα
επίδοσης
1. Η επίδοση κάθε εγγράφου γίνεται με
δικαστικό επιμελητή διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει
την κατοικία ή τη διαμονή του, όταν γίνεται η επίδοση, εκείνος προς τον οποίο
αυτή απευθύνεται.
2. Οι επιδόσεις που γίνονται με την
επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από ποινικό κλητήρα της
περιφέρειας ή από όργανο της αστυνομίας, της χωροφυλακής, της αγροφυλακής ή της
δασοφυλακής ή από το γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας.
3. Αν δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής στον
τόπο της επίδοσης ή αν κατά την κρίση του εισαγγελέα πρωτοδικών ή του
ειρηνοδίκη της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι δύσκολη η
μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο αυτόν, η επίδοση μπορεί να γίνει
και από ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από όργανο της αστυνομίας, της
χωροφυλακής, της αγροφυλακής ή της δασοφυλακής ή από το γραμματέα του δήμου ή
της κοινότητας, που ορίζεται από τον προαναφερόμενο εισαγγελέα ή ειρηνοδίκη.
4. Με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση
του υπουργού δικαιοσύνης μπορεί να καθιερωθεί και η επίδοση με το ταχυδρομείο ή
με τηλεγράφημα ή τηλέφωνο, όλων ή μερικών από τα προαναφερόμενα έγγραφα και
παράλληλα να οριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα αποδεικνύεται η επίδοση.
Άρθρο
123
Παραγγελία
για επίδοση
1. Η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια του
διαδίκου ύστερα από παραγγελία που δίνεται είτε από τον ίδιο ή τον πληρεξούσιό
του, είτε, με αίτησή της, από τον αρμόδιο δικαστή, και προκειμένου για πολυμελή
δικαστήρια από τον πρόεδρό τους.
2. Η παραγγελία για επίδοση δίνεται εγγράφως
κάτω από το έγγραφο που επιδίδεται.
Άρθρο
124
Πού
μπορεί να γίνει η επίδοση
1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί
το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει.
2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου
πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε
μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η
επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.
3. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει σε
εκκλησία, την ώρα που γίνεται ιεροτελεστία ή άλλη θρησκευτική τελετή ή
προσευχή, ούτε σε αίθουσα δικαστηρίου όταν αυτό συνεδριάζει.
Άρθρο
125
Πότε
μπορεί να γίνει η επίδοση
1. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα
ή Κυριακή ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο ως αργία, χωρίς να συναινεί ο
παραλήπτης ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο εκκρεμεί η υπόθεση
και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, του προέδρου τους. Αν δεν εκκρεμεί
δίκη, η άδεια δίνεται από τον ειρηνοδίκη, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται
να γίνει η επίδοση.
2. Η νύχτα θεωρείται ότι διαρκεί από τις 7
το βράδυ έως τις 7 το πρωί.
3. Η άδεια που δίνεται στις περιπτώσεις της
παραγράφου 1 πρέπει να σημειώνεται στο έγγραφο που επιδίδεται και στην έκθεση
της επίδοσης.
Άρθρο
126
Σε
ποιόν γίνεται η επίδοση
1. Η επίδοση γίνεται:
α) προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο
απευθύνεται το έγγραφο,
β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα
δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους,
γ) (καταργήθηκε με το άρθρο 33 του ν 2447/96.)
δ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις
προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό,
ε) για το δημόσιο, σε εκείνους που το
εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι
αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.
Άρθρο
127
Παράδοση
του εγγράφου
1. Η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του
εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται.
2. Αν η επίδοση γίνεται στο νόμιμο
αντιπρόσωπο περισσότερων ανίκανων προσώπων ή στον αντίκλητο περισσοτέρων, αρκεί
να του παραδοθεί ένα μόνο αντίγραφο ή πρωτότυπο του εγγράφου που πρέπει να
επιδοθεί.
Άρθρο
128
Πώς
γίνεται η επίδοση σε κατοικία
1. Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην
κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους συγγενείς ή υπηρέτες που
συνοικούν μαζί του. αν απουσιάζουν ή δεν υπάρχουν και αυτοί, η παράδοση
γίνεται σε έναν από τους άλλους συνοίκους που έχουν συνείδηση των πράξεών τους
και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του ενδιαφερομένου.
2. Κατοικία, με την έννοια της παραγράφου 1,
είναι το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή
διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεν
χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτόν.
3. Σύνοικοι θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν
στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογένειάς που
συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το
υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου
διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας.
4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην
παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία,
α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα
της κατοικίας μπροστά σε ένα μάρτυρα,
β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα
μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς πρέπει να
παραδοθεί στα χέρια του προϊσταμένου του αστυνομικού τμήματος ή σταθμού της
περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προϊστάμενος, στον αξιωματικό ή
υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος, και αν δεν
υπάρχει αστυνομικό τμήμα ή σταθμός στην περιφέρεια της κοινότητας, όπου είναι η
κατοικία, στον πρόεδρο της κοινότητας και αν απουσιάζει και αυτός, στο
γραμματέα. σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται
με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης που
αναφέρεται στο άρθρο 140 παρ. 1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την
ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο καθώς και την ιδιότητα
εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και την
σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. το αντίγραφο που
παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί
εκείνος που το παρέλαβε,
γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα,
εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον
προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση στην οποία πρέπει να
αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου
έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της παράδοσης. η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η
επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την
οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση του άρθρου
140 παρ. 1, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. η βεβαίωση πρέπει
να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση και τον
υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από
προφορική αίτηση του παραλήπτη η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο,
σύμφωνα με το εδάφιο β', του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται
ατελώς.
Άρθρο
129
Πώς
γίνεται η επίδοση στον τόπο εργασίας
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν
βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124
παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του
γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες,
υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν
συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης.
2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται
στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο,
εφαρμόζονται όσα ορίζονται το άρθρο 128 παρ. 4.
Άρθρο
130
Άρνηση
παραλαβής εγγράφου
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης ή τα πρόσωπα
που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129 αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο ή να
υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης ή αν δεν μπορούν να την υπογράψουν, το
όργανο της επίδοσης επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, του γραφείου,
του καταστήματος ή του εργαστηρίου, μπροστά σε ένα μάρτυρα.
2. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν έχει
κατοικία, γραφείο, κατάστημα ή εργαστήριο και είτε αρνείται να παραλάβει το
έγγραφο, είτε δεν μπορεί ή αρνείται να υπογράψει την έκθεση της επίδοσης και η
άρνηση του παραλήπτη ή η αδυναμία του βεβαιώνεται και από ένα μάρτυρα που
προσλαμβάνεται από το όργανο της επίδοσης για το σκοπό αυτόν, η έκθεση
παραδίδεται στα χέρια των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 128 παρ. 4 εδαφ.
β'.
Άρθρο
131
Επίδοση
σε νοσοκομείο ή φυλακή
Αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε
νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του
σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της φυλακής, που
σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή
του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το
έγγραφο στα χέρια εκείνου προς τον οποίον γίνεται η επίδοση.
Άρθρο
132
Επίδοση
προς ναυτικούς
1. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει
η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, αν
απουσιάζει ή αρνείται να παραλάβει το έγγραφο ή αρνείται ή δεν μπορεί να
υπογράψει την έκθεση, η επίδοση γίνεται στον πλοίαρχο του πλοίου ή στον
αναπληρωτή του και αν απουσιάζουν ή αρνούνται και αυτοί να το παραλάβουν, η
επίδοση γίνεται στο λιμενάρχη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει
εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
2. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει
η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που δεν βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, η
επίδοση γίνεται στην κατοικία του, σύμφωνα με το άρθρο 128 και αν δεν έχει
κατοικία, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης
διαμονής. Σε κάθε περίπτωση η επίδοση γίνεται και στα γραφεία του πλοιοκτήτη
στην Ελλάδα ή διαφορετικά, στα γραφεία του πράκτορα του πλοίου σε ελληνικό
λιμάνι, εφόσον υπάρχουν.
Άρθρο
133
Επίδοση
προς στρατιωτικούς
1. Για πρόσωπα που ανήκουν σε μία από τις
ακόλουθες κατηγορίες και βρίσκονται σε ενεργή υπηρεσία, αν δεν είναι δυνατή η
επίδοση στους ίδιους ή στους συγγενείς ή υπηρέτες, που συνοικούν μαζί τους,
γίνεται, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου 128 καθώς και
α) για εκείνους που υπηρετούν γενικά στις
ένοπλες δυνάμεις της ξηράς, στο διοικητή της μονάδας ή του καταστήματος ή της
υπηρεσίας, όπου ανήκει ο παραλήπτης της επίδοσης. Αν είναι άγνωστη η μονάδα, το
κατάστημα ή η υπηρεσία, η επίδοση γίνεται στον αρχηγό του αντίστοιχου κλάδου,
β) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και
ναύτες του πολεμικού ναυτικού, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου ναυτικού,
γ) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και
σμηνίτες της πολεμικής αεροπορίας, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου
αεροπορίας,
δ) για αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της
αστυνομίας πόλεων, της χωροφυλακής και του λιμενικού σώματος καθώς και για
αστυφύλακες, χωροφύλακες και λιμενοφύλακες, στον προϊστάμενο της υπηρεσίας
τους,
ε) για εκείνους που ανήκουν στο προσωπικό
των φάρων, των φανών και των σηματοφόρων, στο λιμενάρχη της περιφέρειας, όπου
ασκούν τα καθήκοντά τους.
2. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 α' έως
ε', όταν λάβουν το έγγραφο, είναι υποχρεωμένοι να το στείλουν χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση σε εκείνον στον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση με το πιο γρήγορο
και πιο ασφαλές μέσο.
Άρθρο
134
Επίδοση
σε πρόσωπα αλλοδαπής
1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση
διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα
του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη σ' αυτό που
εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα
του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Για
έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών,
στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις, στον
εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του
παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο
εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η
παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση
του παραλήπτη της επίδοσης.
3. Ο εισαγγελέα, όταν παραλάβει το έγγραφο,
οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον Υπουργό των Εξωτερικών
ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται
η επίδοση.
Άρθρο
135
Επίδοση
σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής
1. Αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής
διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση,
εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως
δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να
εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η
άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον
οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. η περίληψη συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την
επίδοση και πρέπει να αναφέρεται το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος του
δικογράφου που επιδόθηκε, το αίτημά του και, προκειμένου για απόφαση, το
διατακτικό, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή
τον υπάλληλο που ενεργεί την εκτέλεση και, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η
επίδοση καλείται να εμφανιστεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να
αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης.
2. Όποιος επισπεύδει την επίδοση σε πρόσωπο
άγνωστης διαμονής μπορεί να δημοσιεύσει σε εφημερίδες προσκλήσεις προς καθέναν
που γνωρίζει τον τόπο και τη συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον
οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, να ανακοινώσει ενυπογράφως τα στοιχεία αυτά,
με αναφορά της συγκεκριμένης διεύθυνσής του, στη γραμματεία του πρωτοδικείου
Αθηνών ή του πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του. ως προς τις εφημερίδες εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος 1 του άρθρου
αυτού. ο προσδιορισμός τους γίνεται από τον εισαγγελέα που
είναι αρμόδιος σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 1, ύστερα από αίτηση εκείνου που
επισπεύδει την επίδοση. Οι δημοσιεύσεις γίνονται σε εμφανές μέρος των
εφημερίδων και μάλιστα σε δύο φύλλα που απέχουν μεταξύ τους οκτώ ημέρες. Στις
προσκλήσεις που δημοσιεύονται με τον τρόπο αυτόν δεν είναι απαραίτητο να
αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ζητούνται τα στοιχεία. Αν, ύστερα από οκτώ
ημέρες, μετά την τελευταία δημοσίευση, δεν φτάνει ανακοίνωση σε καμιά από τις
γραμματείες αυτές, ισχύει το τεκμήριο ότι ο τόπος ή η συγκεκριμένη διεύθυνση διαμονής
του παραλήπτη της επίδοσης είναι άγνωστα και η ανταπόδειξη αποκλείεται.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1
εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που το υπουργείο εξωτερικών βεβαιώσει ότι δεν
είναι δυνατή η αποστολή του εγγράφου σε πρόσωπο που διαμένει ή εδρεύει στο
εξωτερικό.
Άρθρο
136
Πότε
συντελείται η επίδοση
1. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε,
προκειμένου για πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 131 έως 134, μόλις παραδοθεί
το έγγραφο στις αρχές ή τα πρόσωπα που ορίζονται εκεί, ανεξάρτητα από το χρόνο
της αποστολής και παραλαβής του, και για τα πρόσωπα άγνωστης διαμονής η επίδοση
θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε από τη δημοσίευση της περίληψης σύμφωνα με το άρθρο
135 παρ. 1.
2. Στις επιδόσεις του άρθρο 128 παρ. 4 η
επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα
της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με την προϋπόθεση ότι
έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β' και γ'.
Άρθρο
137
Επίδοση
με τις διατυπώσεις αλλοδαπού νόμου
Η επίδοση σε εκείνους που έχουν τη διαμονή ή
την έδρα τους στο εξωτερικό μπορεί να γίνει και με τις διατυπώσεις του
αλλοδαπού νόμου, από τα όργανα που αυτός ορίζει.
Άρθρο
138
Άρνηση
παραλαβής σε ορισμένες περιπτώσεις
Αν τα γραφεία ή καταστήματα που αναφέρονται
στα άρθρα 128 παρ. 4 στοιχείο β', 131, 132 και 133, είναι κλειστά ή οι αρχές ή
τα πρόσωπα που αναφέρονται σ' αυτά αρνούνται να παραλάβουν το επιδιδόμενο
έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης, όποιος ενεργεί την επίδοση
συντάσσει σχετική έκθεση και παραδίδει το επιδιδόμενο έγγραφο στον εισαγγελέα
πρωτοδικών, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο τόπος της επίδοσης, ο οποίος
αποστέλλει το έγγραφο σε εκείνον που είχε αρνηθεί να το παραλάβει ή να
υπογράψει την έκθεση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 136.
Άρθρο
139
Σύνταξη
έκθεσης επίδοσης
1. Όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει
έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117, πρέπει να περιέχει και
α) την παραγγελία για επίδοση,
β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε
και των προσώπων που αφορά,
γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της
επίδοσης,
δ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε
το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του
παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138.
2. Η έκθεση υπογράφεται από εκείνον που
ενεργεί την επίδοση, καθώς και από εκείνον που παραλαμβάνει το έγγραφο και σε
περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του, υπογράφεται και από το μάρτυρα που είχε
προσληφθεί για το σκοπό αυτόν.
3. Όποιος ενεργεί την επίδοση σημειώνει πάνω
στο επιδιδόμενο έγγραφο την ημέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η
σημείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον οποίο έγινε η επίδοση. Αν
υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σημείωση, υπερισχύει η
έκθεση.
Άρθρο
140
Πρωτότυπα
της εκθέσεως επιδόσεως. Χορήγηση αντιγράφων
1. Η έκθεση του άρθρου 139 συντάσσεται σε
δύο πρωτότυπα, από τα οποία το ένα παραδίδεται σε εκείνον που είχε δώσει την
παραγγελία της επίδοσης, ενώ το άλλο, ατελώς, φυλάγεται από το όργανο της
επίδοσης. Για την επίδοση γίνεται περιληπτική σημείωση σε ειδικό βιβλίο που
τηρεί το όργανο της επίδοσης.
2. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει να δίνει
αντίγραφα από το πρωτότυπο που έχει στο αρχείο του, ύστερα από αίτησή τους, σε
όποιον είχε δώσει την παραγγελία για επίδοση και σε εκείνον προς τον οποίο
απευθύνεται και σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, αν ο πρόεδρος πρωτοδικών
της περιφέρειας, όπου έγινε η επίδοση, το εγκρίνει με σημείωσή του πάνω στην
αίτηση.
3. Αν η επίδοση έγινε από τα όργανα που
αναφέρονται στο άρθρο 122 παρ. 2 και 3, τα όργανα αυτά καταθέτουν το δεύτερο
πρωτότυπο στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας στην περιφέρεια του οποίου
έγινε η επίδοση, όπου φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο, από τον οποίο ο αρμόδιος
υπάλληλος του δήμου ή της κοινότητας εκδίδει τα αντίγραφα, σύμφωνα με όσα
ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 122
παρ. 2 και 3 δεν τηρούν το ειδικό βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Άρθρο
141
Αυτεπάγγελτη
επίδοση
1. Στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται
αυτεπαγγέλτως την παραγγελία δίνει η γραμματεία η οποία οφείλει να επιβλέψει
για την πραγματοποίηση της επίδοσης και να φροντίσει να αρθούν οι ενδεχόμενες
ελλείψεις.
2. Ύστερα από έγγραφη αίτηση οποιουδήποτε
διαδίκου, ο γραμματέας μπορεί να επιτρέψει να γίνει η επίδοση με την επιμέλεια
του αιτούντος, ορίζοντας την προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος αυτός πρέπει
να προσκομίσει την έκθεση της επίδοσης. Αν ο διάδικος δεν την προσκομίσει μέσα
στην προθεσμία, η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια της γραμματείας.
3. Η επίδοση για το διάδικο που τη ζήτησε
θεωρείται ότι έγινε από την υποβολή της αίτησης.
Άρθρο
142
Αντίκλητος. Δήλωση διορισμού
1. Κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος
μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα έγγραφα που του
κοινοποιούνται. ο διορισμός γίνεται για όλες ή ορισμένες από τις
δικαστικές ή εξώδικες επιδόσεις που του απευθύνονται και αφορούν μία ή
περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του. ο διορισμός γίνεται
με δήλωση στη γραμματεία του πρωτοδικείου της κατοικίας του και αν τη δήλωση
την κάνει κάτοικος του εξωτερικού γίνεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου της
πρωτεύουσας. στη δήλωση αναφέρεται με ακρίβεια η διεύθυνση της
κατοικίας ή του γραφείου του αντικλήτου. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή με
ειδικό πληρεξούσιο. ο αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας συντάσσει
έκθεση που υπογράφει ο ίδιος και εκείνος που κάνει τη δήλωση και καταχωρίζεται
σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά των επωνύμων.
2. Με τον τρόπο της παραγράφου 1 γίνεται και
η αντικατάσταση ή η ανάκληση του αντικλήτου, η οποία σημειώνεται κάτω από την
πράξη του διορισμού. Το ίδιο ισχύει και όταν ο αντίκλητος δηλώσει παραίτηση.
3. Η εξουσία του αντικλήτου παύει
α) όταν πεθάνει,
β) όταν περατωθεί η υπόθεση ή η πράξη για
την οποία διορίστηκε,
γ) δυο πλήρεις ημέρες μετά την ανάκληση του
αντικλήτου ή την παραίτησή του.
4. Μπορεί να διοριστεί έγκυρα αντίκλητος και
με ρήτρα σε σύμβαση. Στον αντίκλητο που διορίστηκε με τον τρόπο αυτόν, και
μάλιστα στη διεύθυνσή του που αναφέρεται στη σύμβαση, ύστερα από παραγγελία του
αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, γίνεται η επίδοση
όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις
οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη
ενέργεια από τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά
διαφορετική ρύθμιση. Σε περίπτωση αμφιβολίας η επίδοση στον αντίκλητο που
διορίστηκε με σύμβαση, είναι δυνητική. Η παράγραφος 3 εφαρμόζεται και γι'
αυτούς τους αντίκλητους, αλλά ανάκληση ή η παραίτηση ισχύει απέναντι στον
αντισυμβαλλόμενο ή στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του μόνο από την
κοινοποίησή της σ' αυτούς και μόνο αν, περιέχει διορισμό άλλου αντικλήτου στην
ίδια πόλη, με σημείωση της συγκεκριμένης διεύθυνσής του. Τα ίδια ισχύουν και σε
περίπτωση που μεταβληθεί η διεύθυνση του διορισμένου αντικλήτου, η οποία είχε
δηλωθεί στη σύμβαση ή στο μεταγενέστερο διορισμό του.
5. Ο αρμόδιος γραμματέας στέλνει αντίγραφα
των δηλώσεων των παραγράφων 1 και 2 στο γραμματέα του πρωτοδικείου Αθηνών, ο
οποίος τα καταχωρίζει σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά των επωνύμων.
Άρθρο
143
Αντίκλητος
πληρεξούσιος δικηγόρος. Ποιες επιδόσεις μπορούν
να γίνουν σ' αυτόν
1. Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε
σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις
που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες
συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης.
2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον
αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν
αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον
ίδιο.
3. Η επίδοση της κλήσης για την συζήτηση*
αγωγής ή ένδικου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως
πληρεξούσιος.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
4. Η επίδοση σε πρόσωπο που έχει τη διαμονή ή
την έδρα του στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, πρέπει να γίνεται
υποχρεωτικά στον αντίκλητο, εφόσον αναφέρεται στον κύκλο των υποθέσεων για τις
οποίες έχει γίνει ο διορισμός του, και όταν ακόμη πρόκειται για αποφάσεις ή
πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του παραλήπτη της επίδοσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Προθεσμίες
Άρθρο
144
Έναρξη
και λήξη προθεσμιών
1. Οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή
τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη
συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγουν
στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα,
την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.
2. Οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση
εγγράφου, τρέχουν εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η
επίδοση.
Άρθρο
145
Υπολογισμός
προθεσμίας
1. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη
λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους.
2. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες
λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά στην
ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία
ημέρα του μήνα.
3. Προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία
έξι μηνών και προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε ημερών.
4. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες,
δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και είναι κατά το νόμο
εξαιρετέες.
5. Αν η ορισμένη προθεσμία αποτελείται από
μήνες και ημέρες, υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και μετά προσθέτονται οι ημέρες.
Άρθρο
146
Διακοπή
προθεσμίας λόγω θανάτου
1. Αν κάποιος διάδικος πεθάνει ενώ διαρκεί η
προθεσμία αυτή, διακόπτεται.
2. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει
με τη επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με τη νέα επίδοση σ' αυτούς που
κατά το νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε
αρχίσει με κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής
δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα.
3. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά τη
διάρκεια κάποιας προθεσμίας διακόπτει και την προθεσμία και η νέα προθεσμία
αρχίζει με την επανάληψη της δίκης.
Άρθρο
147
Αναστολή
των προθεσμιών αποδείξεως
1-5. Καταργήθηκαν με το άρθρο 1 παρ.3 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.
6. Οι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν
επιτραπεί διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.
7. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31
Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παρ.1, 545
παρ.1 και 2, 564 παρ.1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 632, 645 παρ.1, 652
παρ.1, 715 παρ.5, 729 παρ.5, 847 παρ.1, 926 παρ.2, 934 παρ.1 στοιχεία α και γ,
966 παρ.2 και 3 και 986, 971 παρ.1, 972 παρ.1 εδ. γ', 974, 979 παρ.2, 985
παρ.1, 988 παρ.
8. Το χρονικό διάστημα των δικαστικών
διακοπών δεν υπολογίζεται στην προθεσμία του άρθρου 938 παρ.4.
Άρθρο
148
Παράταση
με συναίνεση του δικαστή
1. Οι διάδικοι μπορούν με συμφωνία να
παρατείνουν τις προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή ο δικαστής, μόνο με τη
συναίνεση του δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις.
2. Καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.
Άρθρο
149
[Παράσταση
από το δικαστήριο ή τον εισηγητή]
καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.
Άρθρο
150
Σύντμηση
των νομίμων προθεσμιών
1. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής
του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης, εφόσον πιθανολογούνται σπουδαίου
λόγοι, μπορούν με απόφασή τους ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, που
δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να διατάξουν τη σύντμηση των
νόμιμων προθεσμιών, με εξαίρεση τις προθεσμίες για τη άσκηση ένδικων μέσων.
2. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν τη
σύντμηση των νόμιμων ή δικαστικών προθεσμιών.
Άρθρο
151
Συνέπειες
παρέλευσης προθεσμίας
Η παρέλευση νόμιμης ή δικαστικής προθεσμίας
συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η πράξη για την οποία είχε
οριστεί η προθεσμία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση
Άρθρο
152
Απώλεια
της προθεσμίας. Επαναφορά
1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να
τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει
δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του
νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά
των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων
στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο
δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή,
είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής.
Άρθρο
153
Προθεσμία
για την επαναφοράς
Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε
προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε
την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου.
Άρθρο
154
Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο
οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, αν δεν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το
δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει, για τον αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η
πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία.
Άρθρο
155
Πώς
ασκείται η αίτηση επαναφοράς. Λόγοι
1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα
δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με
χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της
αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο.
2. Η αίτηση της παραγράφου 1 πρέπει να
αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία,
καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς τους και να
περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και
εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να
αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος.
Άρθρο
156
Συζήτηση
της αιτήσεως
Η συζήτηση της αίτησης γίνεται μαζί με τη
συζήτηση της κύριας υπόθεσης, εφόσον είναι εκκρεμής, το δικαστήριο όμως μπορεί
να διατάξει τη χωριστή εκδίκασή τους.
Άρθρο
157
Δεν
έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
Η άσκηση της αίτησης δεν αναστέλλει την
πρόοδο της κύριας δίκης ή την εκτέλεση της απόφασης που εκδίδεται, εκτός αν το
δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 154, διατάξει την αναστολή
της προόδου της δίκης ή της εκτέλεσης, ύστερα από πρόταση διαδίκου που
υποβάλλεται κατά την εκδίκαση της αίτησης.
Άρθρο
158
Πότε
αποκλείεται η αίτηση επαναφοράς
Δεν επιτρέπεται να υποβληθεί αίτηση για την
επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αν χάθηκε η προθεσμία του
άρθρου 153 από οποιοδήποτε λόγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Ακυρότητες
Άρθρο
159
Πότε
υπάρχει ακυρότητα
Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη
διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται
ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο
1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο
νόμος με την ποινή της ακυρότητας,
2) αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται
αναίρεση ή αναψηλάφηση,
3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής
κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν
μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.
Άρθρο
160
Ποιος
και πότε προτείνει την ακυρότητα
1. Η ακυρότητα δεν μπορεί να απαγγελθεί
χωρίς πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία
να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη.
2. Δεν έχει δικαίωμα να προτείνει την
ακυρότητα εκείνος που είχε ενεργήσει την προσβαλλόμενη σαν άκυρη πράξη ή
εκείνος του οποίου η συμπεριφορά προκάλεσε την ακυρότητα ή εκείνος που, αφού
είχε γίνει η άκυρη πράξη, παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από την πρόταση της
ακυρότητας.
3. Η πρόταση της ακυρότητας είναι
απαράδεκτη, αν δεν γίνει κατά την πρώτη διαδικαστική πράξη, ύστερα από εκείνη
που προσβάλλεται ως άκυρη, εκτός αν ο νόμος δίνει στο δικαστήριο την εξουσία να
εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη ή αν εξαιτίας της ακυρότητας
μπορεί να ζητηθεί αναίρεση.
Άρθρο
161
Αποτελέσματα
ακυρότητας
Το δικαστήριο, όταν απαγγέλλει την
ακυρότητα, διατάζει αυτεπαγγέλτως να επαναληφθεί η πράξη μέσα σε ορισμένη
προθεσμία, αν κρίνει ότι αυτό είναι δυνατό, εκτός να έχει ήδη επέλθει έκπτωση
από το δικαίωμα ή απαράδεκτο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Εγγυοδοσία
Άρθρο
162
Καθορισμός
από το δικαστήριο
Το δικαστήριο διατάζει εγγυοδοσία στις
περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, με την επιφύλαξη ότι οι διάδικοι δεν έχουν
συμφωνήσει διαφορετικά, εκτιμώντας ελεύθερα και καθορίζοντας το μέγεθος της
ποσότητας που πρέπει να δοθεί, καθώς και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει
να γίνει η παροχή αυτή.
Άρθρο
163
Κατάθεση
μετρητών στο Τ.Π. και Δανείων
Η εγγυοδοσία γίνεται με την κατάθεση
μετρητών χρημάτων στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων. Το γραμμάτιο της
κατάθεσης πρέπει να κατατεθεί, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162, στη
γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία.
Άρθρο
164
Εγγυητικές
επιστολές. Υποθήκη. Ομολογίες, μετοχές κ.λπ.
Το δικαστήριο, όταν διατάζει εγγυοδοσία,
μπορεί ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, να επιτρέψει, αντί για μετρητά χρήματα
να δοθεί
1) με τίτλος παραστατικούς αξίας, στους
οποίους πρέπει να είναι προσαρτημένα τα μη ληξιπρόθεσμα τοκομερίδια ή οι μη
απαιτητές μερισματαποδείξεις,
2) με εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας,
3) με εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα που
βρίσκονται στην Ελλάδα. Οι παραστατικοί αξίας τίτλοι και τα ακίνητα
υπολογίζονται για την εγγύηση στα τρία τέταρτα της αξίας τους.
Άρθρο
165
Κατάθεση
των τίτλων στο Π.Τ. και Δανείων. Διαδικασία ολοκληρώσεως εγγυοδοσίας
1. Η εγγυοδοσία με τίτλους παραστατικούς
αξίας γίνεται με την κατάθεσή τους στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων. Αν
πρόκειται για εγγυοδοσία με ονομαστικούς τίτλους, το ταμείο παρακαταθηκών και
δανείων ανακοινώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την κατάθεση αυτή στην ανώνυμη
εταιρία που τους έχει εκδώσει, η οποία αμέσως το σημειώνει στα βιβλία της.
2. Το γραμμάτιο που βεβαιώνει την κατάθεση
των τίτλων, η εγγυητική επιστολή της αξιόχρεης τράπεζας και το πιστοποιητικό
εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατεθούν, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162,
στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία. Το μονομελές
πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό διέταξε την εγγυοδοσία, μπορεί να
παρατείνει την προθεσμία αυτή για δεκαπέντε ημέρες, δικάζοντας κατά τη
διαδικασία των άρθρων 686 επ.
Άρθρο
166
Αποτελέσματα
καταθέσεως
Από την κατάθεση ως εγγυοδοσίας των χρημάτων
ή των παραστατικών αξίας τίτλων εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εγγύηση αποκτά
δικαίωμα ενεχύρου επάνω σ' αυτά για την απαίτηση για την οποία δόθηκε η
εγγύηση.
Άρθρο
167
Συμπλήρωση
ή αντικατάσταση εγγυήσεως
Αν μετά τη χορήγηση της εγγύησης γίνει
φανερό ότι είναι ανεπαρκής ή αν μεσολαβήσουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν την
αντικατάστασή της, μπορεί να ζητηθεί συμπλήρωση ή αντικατάσταση από το
μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την
εγγυοδοσία, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η σχετική αίτηση δεν
αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης.
Άρθρο
168
Άρση
ή κατάπτωση της εγγυήσεως. Διαδικασία
Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η
εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε,
επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί.
Σχετικά αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε
διατάξει την εγγύηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Άρθρο
169
Εγγυοδοσία
για τα έξοδα
Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του
εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο
μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο που άσκησε
κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο
ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να
εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα.
Άρθρο
170
Πότε
δεν επιβάλλεται
Δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία, σύμφωνα με το
άρθρο 169,
1) αν ο ενάγων ή ο διάδικος που άσκησε κύρια
παρέμβαση ή ένδικο μέσο έχει το ευεργέτημα της πενίας,
2) σε περίπτωση ανταγωγής,
3) στις γαμικές διαφορές, στις διαφορές που
αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων και γενικά στις μη περιουσιακές
διαφορές,
4) στις διαφορές διατροφής,
5) στις διαφορές από συναλλαγματικές ή
άλλους τίτλους εις διαταγή,
6) στις εργατικές διαφορές και στις διαφορές
από αμοιβές για την παροχή εργασίας.
Άρθρο
171
Αναστολή
απαντήσεως ή συζητήσεως
Ο εναγόμενος ή ο διάδικος εναντίον του
οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στην αγωγή ή
στην κύρια παρέμβαση ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που διατάχθηκε. Το δικαστήριο
δεν προχωρεί στη συζήτηση του ένδικου μέσου, ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που
διέταξε σχετικά με το ένδικο μέσο.
Άρθρο
172
Συνέπειες
μη δόσεως εγγυήσεως
Αν η προθεσμία που ορίστηκε για την
εγγυοδοσία περάσει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε
ζητήσει την εγγύηση, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση ή το
ένδικο μέσο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Δικαστικά έξοδα
Άρθρο
173
Προκαταβολή
εξόδων. Ειδικότερα επί δίκης διατροφής
1. Όποιος προκαλεί κύρια ή παρεμπίπτουσα
δίκη προκαταβάλλει τα τέλη για τις συζητήσεις της δίκης αυτής.
2. Όποιος προσβάλλει απόφαση με ένδικο μέσο
προκαταβάλλει τα τέλη για την συζήτησή* του.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
3. Ο διάδικος που προκαλεί διαδικαστική
πράξη προκαταβάλλει τα έξοδα και τα τέλη της.
4. Σε δίκες διατροφής, όποιος έχει υποχρέωση
σύμφωνα με το νόμο ή με δικαιοπραξία να δώσει διατροφή, προκαταβάλλει και τα,
κατά την κρίση του δικαστή, έξοδα και τέλη του ενάγοντος, έως το ποσό των εκατό
πενήντα (150) ευρώ.
Άρθρο
174
Καθορισμός
από το δικαστή. Απόδειξη καταβολής
1. Όταν ο νόμος δεν προσδιορίζει με ακρίβεια
τα έξοδα και τέλη που πρέπει να προκαταβληθούν για κάποια διαδικαστική πράξη ή
συζήτηση, τα προσδιορίζει ο δικαστής, στον οποίο εκκρεμεί η δίκη και, όταν
πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος, με πράξη που γράφεται επάνω στη
σχετική αίτηση και κοινοποιείται στον υπόχρεο για να τα προκαταβάλλει.
2. Η απόδειξη της προκαταβολής των τελών και
εξόδων που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 173 πρέπει να προσάγεται στο γραμματέα,
όταν συζητείται η υπόθεση ή όταν επιχειρείται η πράξη.
Άρθρο
175
Μη
προκαταβολή των εξόδων
Ο υπόχρεος σε προκαταβολή των τελών και
εξόδων, αν την παραλείψει, θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε.
Άρθρο
176
Καταδίκη
στην πληρωμή των εξόδων
Ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να
πληρώσει τα έξοδα. Θεωρείται ότι νικήθηκε και εκείνος, του οποίου απορρίφθηκε η
αίτηση, ως προς το μέρος που ο αντίδικος δεν είχε ομολογήσει ή αναγνωρίσει.
Άρθρο
177
Πότε
καταδικάζεται ο ενάγων
Αν ο εναγόμενος δεν προκάλεσε με τη στάση
του την άσκηση της αγωγής και αμέσως μετά την άσκησή της την αποδέχεται ή
ομολογεί πλήρως τη βάση της, το δικαστήριο επιβάλλει τα έξοδα στον ενάγοντα.
Άρθρο
178
Συμψηφισμός
δικαστικών εξόδων
1. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής
ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της
νίκης ή της ήττας του καθενός.
(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο
δικαστής μπορεί να επιβάλλει το σύνολο των εξόδων σε βάρος του ενός μόνο
διαδίκου, αν το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση του άλλου διαδίκου είναι
ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα ή αν ο καθορισμός του
μεγέθους της απαίτησης είχε εξαρτηθεί από την κρίση του δικαστή ή από την
εκτίμηση πραγματογνωμόνων.
Άρθρο
179
Πότε
είναι δυνητικός
Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα
έξοδα ή ένα μέρος του, όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε
συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα
δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
(Όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
180
Ενοχή
κατ' ίσα μέρη. Πότε σε ολόκληρο
1. Αν καταδικασθούν περισσότεροι, είτε είναι
ομόδικοι είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατά ίσα μέρη, το
δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το
μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επάνω στο επίδικο αντικείμενο.
2. Τα έξοδα της ιδιαίτερης πράξης ή της
ιδιαίτερης διαδικασίας που προκάλεσε ένας μόνο ομόδικος, επιβάλλονται
αποκλειστικά σε βάρος του.
3. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι ως
συνοφειλέτες εις ολόκληρον, έχουν εις ολόκληρον υποχρέωση και για την πληρωμή
των εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά, με την επιφύλαξη της
διάταξης της παραγράφου 2.
Άρθρο
181
Σε
περίπτωση κύριας παρεμβάσεως
1. Σε περίπτωση κύριας παρέμβασης τα έξοδα
της κύριας δίκης και της παρέμβασης, αν η τελευταία γίνει δεκτή, επιβάλλονται
κατά ίσα μέρη σε βάρος των αρχικών διαδίκων.
2. Αν η κύρια παρέμβαση απορριφθεί ως
απαράδεκτη ή άκυρη, όποιος άσκησε την παρέμβαση καταδικάζεται στα έξοδα των
αρχικών διαδίκων τα οποία προκλήθηκαν από την άσκησή της.
3. Αν η κύρια παρέμβαση απορριφθεί στην
ουσία, τα έξοδά της επιβάλλονται σε βάρος εκείνου που άσκησε την παρέμβαση, ενώ
τα έξοδα της κύριας δίκης επιβάλλονται, κατά ίσα μέρη, σε βάρος εκείνου που
άσκησε την παρέμβαση και του αρχικού διαδίκου που νικήθηκε.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180
εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
Άρθρο
182
Σε
περίπτωση πρόσθετης παρεμβάσεως
1. Σε πρόσθετη παρέμβαση τα έξοδα που
προκλήθηκαν από αυτήν σε περίπτωση νίκης του διαδίκου για το συμφέρον του
οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση επιβάλλονται σε βάρος του αντιδίκου, ενώ σε
περίπτωση ήττας του καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση, σε βάρος εκείνου που
άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180
εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
3. Στις περιπτώσεις που εκείνος ο οποίος
άσκησε πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται ομόδικος εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρου 180.
Άρθρο
183
Σε
περίπτωση ένδικων μέσων
Τα έξοδα που προκάλεσε η άσκηση και η
εκδίκαση ένδικου μέσου επιβάλλονται, σε περίπτωση που απορριφθεί, σε βάρος του
διαδίκου που τα άσκησε, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό, σε βάρος του διαδίκου
που νικήθηκε. οι διατάξεις των άρθρων 176 έως 182 εφαρμόζονται και
στην περίπτωση αυτή.
Άρθρο
184
Ερημοδικία
ή αναβολή συζητήσεως
Τα έξοδα της ερήμην δίκης, καθώς και εκείνα
που προκάλεσε η αναβολή της συζήτησης ή της ενέργειας κάποιας διαδικαστικής
πράξης, επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που δικάστηκε ερήμην ή που ζήτησε
την αναβολή. Αν η ερημοδικία κριθεί άκυρη ή η αναβολή προκλήθηκε από
υπαιτιότητα του αντιδίκου, τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του.
Άρθρο
185
Υπαιτιότητα
του διαδίκου που νίκησε
Όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους μπορούν να
επιβληθούν σε βάρος του διαδίκου που νίκησε,
1) αν ο δικαστής κρίνει ότι ο διάδικος αυτός
δεν τήρησε το καθήκον της αλήθειας,
2) αν καθυστερημένα πρότεινε επιθετικό ή
αμυντικό μέσο ή επέφερε αποδεικτικό μέσο, ενώ ο δικαστής κρίνει ότι μπορούσε να
το προτείνει ή να το φέρει νωρίτερα,
3) αν έγινε υπαίτιος για την ακυρότητα
διαδικαστικής πράξης ή της συζήτησης.
Άρθρο
186
Καταδίκη
τρίτων σε πληρωμή των εξόδων
1. Υπάλληλοι της γραμματείας των
δικαστηρίων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές, πληρεξούσιοι ή
αντιπρόσωποι των διαδίκων, μάρτυρες και πραγματογνώμονες μπορούν να
καταδικαστούν να πληρώσουν τα έξοδα, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και
αυτεπαγγέλτως,
α) όταν έγιναν υπαίτιοι, από βαριά αμέλεια ή
από δόλο, ακυρότητας διαδικαστικής πράξης ή συζήτησης ή αναβολής της ή αν
προξένησαν περιττά έξοδα, και
β) όταν τα ορίζει ρητώς ο νόμος.
2. Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί με
ανακοπή, σύμφωνα με τα άρθρα 583 επ.
Άρθρο
187
Έξοδα
δικαστικού συμβιβασμού
Με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των
ενδιαφερομένων, τα έξοδα του δικαστικού συμβιβασμού επιβαρύνουν εξίσου τους
διαδίκους, ενώ τα έξοδα της καταργούμενης δίκης συμψηφίζονται.
Άρθρο
188
Σε
περίπτωση παραιτήσεως ή αποδοχής
1. Αν γίνει ανάκληση διαδικαστικής πράξης ή
παραίτηση είτε από αυτήν είτε από όλη τη δίκη, τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος
του διαδίκου που ανακαλεί ή παραιτείται.
2. Σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής ή
ένδικου μέσου, τα έξοδα της δίκης, που τερματίζεται με την αποδοχή,
επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που αποδέχεται, με την επιφύλαξη της
διάταξης του άρθρου 177.
Άρθρο
189
Ποια
έξοδα αποδίδονται
1. Αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα
έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης και ιδίως
α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των
αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της
δίκης και για τη ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων,
β) το τέλος δικαστικού ενσήμου,
γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών
πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που
ισχύουν,
δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες
για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και
αμοιβή, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν,
ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την
προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και
αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη.
2. Δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν
α) από απείθεια, απροξεσία ή σφάλμα του
ίδιου του διαδίκου,
β) από υπερβολική πρόνοιά του.
Άρθρο
190
Κατάλογος
εξόδων και εκκαθάριση
1. Για τον προσδιορισμό και την εκκαθάριση
του ποσού των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν, κάθε διάδικος πρέπει να
επισυνάψει στη δικογραφία, έως την συζήτηση* στο ακροατήριο, κατάλογο των
εξόδων και να φέρει, έως το τέλος της συζήτησης, τις παρατηρήσεις του για τον
κατάλογο εξόδων που έχει υποβάλει ο αντίδικός του.
2. Ο κατάλογος της παραγράφου 1 μπορεί να
περιληφθεί και στις προτάσεις που υποβάλλονται στην συζήτηση* στο ακροατήριο.
3. Για την εκκαθάριση των εξόδων αρκεί
πιθανολόγηση.
(*Η λέξη <<συζήτηση>> αντικατέστησε τις λέξεις <<πρώτη συζήτηση>> σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν 2915/2001. Ισχύει από 1.1.2002 - άρθρο 15 ν 2943/2001.)
Άρθρο
191
Διάταξη
αποφάσεως για τα έξοδα
1. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά
για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή για ένα μέρος της, πρέπει,
εφόσον έχει υποβληθεί ο κατάλογος του άρθρου 190, να περιλάβει διάταξη στην
απόφαση για την υποχρέωση της πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό
τους.
2. Αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος εξόδων, το
δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν έχει υποβληθεί αίτημα για την
επιδίκασή τους.
3. Αν η απόφαση δεν περιέχει διάταξη για τα
έξοδα, μπορεί να υποβληθεί σχετική αίτηση στο ίδιο δικαστήριο.
Άρθρο
192
Εκκαθάριση
μετά την παραίτηση
Σε περίπτωση αποδοχής ή ανάκλησης
διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης, είτε από αυτήν είτε από ολόκληρη τη δίκη, αν
εκδίδεται οριστική απόφαση, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 191,
διαφορετικά η εκκαθάριση των εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679
επ. από το μονομελές πρωτοδικείο ή από το ειρηνοδικείο, για τις δίκες που
διεξάγονται σ' αυτό.
Άρθρο
193
Προσβολή
της αποφάσεως για τα έξοδα
Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με
ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ευεργέτημα πενίας
Άρθρο
194
Σε
ποιους παρέχεται το ευεργέτημα
1. Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται σε
όποιον αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης χωρίς να
περιοριστούν από αυτό τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και της
οικογένειάς του.
2. Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να δοθεί
και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελή ή που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό καθώς
και σε ομάδες προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αν
αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή των εξόδων γίνεται πια αδύνατη ή
προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.
3. Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται
και σε ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρίες, καθώς και σε συνεταιρισμούς, εφόσον
η καταβολή των εξόδων δεν μπορεί να γίνει ούτε από το ταμείο τους ούτε από τα
μέλη, χωρίς να περιοριστούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή των ίδιων και
της οικογένειάς τους.
4. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται μόνο
εφόσον η δίκη δεν παρουσιάζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.
Άρθρο
195
Σε
αλλοδαπούς και ανιθαγενείς
1. Με τις προϋποθέσεις του άρθρου 194
επιτρέπεται να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας και σε αλλοδαπούς, υπό τον όρο
της αμοιβαιότητας.
2. Μπορεί να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας
και σε πρόσωπα που αποδεδειγμένα δεν έχουν ιθαγένεια, με τους όρους που ισχύουν
και για τους Έλληνες.
Άρθρο
196
Στοιχεία
αιτήσεως και δικαιολογητικά
1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα
από αίτηση, από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον
πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και,
αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον ειρηνοδίκη της
κατοικίας του αιτούντος.
2. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει συνοπτικά το
αντικείμενο της δίκης ή της πράξης, τα αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν για την
κύρια υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που βεβαιώνουν την συνδρομή των
προϋποθέσεων του άρθρου 194.
3. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται
α) πιστοποιητικό, ατελώς, του δημάρχου ή του
προέδρου της κοινότητας, όπου είναι η κατοικία ή η μόνιμη διαμονή του
αιτούντος, το οποίο βεβαιώνει την επαγγελματική, οικονομική και οικογενειακή
κατάστασή του, καθώς και όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παρ.1 έως 3,
β) πιστοποιητικό ατελώς, του οικονομικού
εφόρου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του αιτούντος το οποίο βεβαιώνει αν
ο αιτών υπέβαλε κατά την τελευταία τριετία δήλωση φόρου εισοδήματος ή
οποιουδήποτε άλλου άμεσου φόρου, καθώς και την εξακρίβωσή της, ύστερα από
έλεγχο, και
γ) στις περιπτώσεις του άρθρου 195 παρ.1,
πιστοποιητικό, ατελώς του υπουργείου δικαιοσύνης, το οποίο βεβαιώνει ότι
συντρέχει ο όρος της αμοιβαιότητας.
Άρθρο
197
Εκδίκαση
της αιτήσεως
1. Όταν δικάζεται η αίτηση, δεν είναι
υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο και μπορεί να διαταχθεί η κλήτευση του
αντιδίκου του αιτούντος. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση, το
δικαστήριο μπορεί όμως να ζητήσει και αυτεπαγγέλτως συμπληρωματικές αποδείξεις,
να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, επίσης να
ζητήσει πληροφορίες από τον δικαστή της υπόθεσης και γνώμη δικηγόρου ότι η
διεξαγωγή της δίκης δεν εμφανίζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.
2. Ο δικαστής που δικάζει την αίτηση, όταν
διατάζει να κλητευθεί ο αντίδικος του αιτούντος, μπορεί να ορίσει ότι η
εκδίκαση της αίτησης θα συνεχιστεί ατελώς.
Άρθρο
198
Ισχύς
του ευεργετήματος
Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται χωριστά για
κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό για κάθε δικαστήριο και περιλαμβάνει την
αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.
Άρθρο
199
Ποια
έξοδα περιλαμβάνει το ευεργέτημα
1. Όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας
απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και
γενικά της διαδικασίας, ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ένσημου,
το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των
συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και των
πραγματογνωμόνων, την αμοιβή των δικηγόρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων,
καθώς και από την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.
2. Με την απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα
της πενίας μπορεί να οριστεί ότι ο άπορος απαλλάσσεται προσωρινά από την
προκαταβολή ενός μέρους από τα έξοδα αυτά.
3. Η παραχώρηση του ευεργετήματος της πενίας
δεν επηρεάζει την υποχρέωση να πληρωθούν τα έξοδα που επιδικάστηκαν στον
αντίδικο.
Άρθρο
200
Ορισμός
δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή
1. Ύστερα από αίτηση του διαδίκου, η απόφαση
που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας ή και μεταγενέστερη απόφαση διορίζει ένα
δικηγόρο ή δικολάβο, ένα συμβολαιογράφο και ένα δικαστικό επιμελητή, με την
εντολή να υπερασπιστούν τον άπορο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να
του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι διάφορες πράξεις. Αυτοί
έχουν υποχρέωση να δεχτούν την εντολή και να δίνουν τη βοήθειά τους στον άπορο
χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
2. Ο διορισμός δικηγόρου ή δικολάβου με την
απόφαση ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον άπορο, στην έκταση
που ορίζει το άρθρο 97, εκτός αν η απόφαση, ύστερα από αίτηση του απόρου, την
περιορίζει ή την επεκτείνει.
Άρθρο
201
Παύση
του ευεργετήματος
Το ευεργέτημα της πενίας παύει με το θάνατο
του φυσικού προσώπου ή με τη διάλυση του νομικού προσώπου ή της εταιρίας ή
άλλης ομάδας προσώπων. Πράξεις που δεν επιδέχονται αναβολή μπορούν να
ενεργηθούν και αργότερα με βάση το ευεργέτημα που δόθηκε.
Άρθρο
202
Ανάκληση
ή περιορισμός
Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να ανακληθεί
ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμοδίου δικαστή, ύστερα από πρόταση του
εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της
παροχής του είτε δεν υπήρχαν εξαρχής, είτε έπαψαν να υπάρχουν αργότερα, είτε
μεταβλήθηκαν.
Άρθρο
203
Εκκαθάριση
και είσπραξη των εξόδων
1. Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης, όταν
είχε προηγηθεί ευεργέτημα πενίας, γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 190 έως 193 και
περιλαμβάνει όσα έξοδα δεν είχαν προκαταβληθεί προσωρινά σύμφωνα με το άρθρο
199.
2. Αν η απόφαση επιβάλλει τα έξοδα σε βάρος
του αντιδίκου του απόρου, η είσπραξη των τελών χαρτοσήμου, του δικαστικού
ενσήμου, του απογράφου και του αντιγράφου, καθώς και των προσαυξήσεών τους
γίνεται σύμφωνα με το νόμο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, ενώ εκείνων
που οφείλονται στον άπορο, τους δικηγόρους ή άλλους δικαστικούς πληρεξούσιους
και στους άλλους δικαστικούς υπαλλήλους επιδικάζονται στα πρόσωπα αυτά και
εισπράττονται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον ίδιο τρόπο
γίνεται η είσπραξη των εξόδων, αν επιβληθούν σε βάρος του απόρου, αμέσως μόλις
πάψουν να υπάρχουν όλες ή μερικές από τις προϋποθέσεις για την παροχή του
ευεργετήματος της πενίας και βεβαιωθεί αυτό με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο
202.
Άρθρο
204
Ποινή
για αναληθή στοιχεία και δηλώσεις
Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί
τους πέτυχαν την παροχή του ευεργετήματος της πενίας με αναληθείς δηλώσεις και
στοιχεία, ο δικαστής που αποφασίζει την ανάκληση του ευεργετήματος τους
καταδικάζει σε χρηματική ποινή από ένα ευρώ και πενήντα λεπτά (1,50) έως δέκα
πέντε (15) ευρώ που περιέχεται στο ταμείο νομικών, χωρίς να αποκλείεται
υποχρέωσή τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί, ούτε και η
ποινική τους δίωξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Ποινές
Άρθρο
205
Χρηματικές
ποινές σε στρεψοδίκους
Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική
απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό
το πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από εκατόν
πενήντα (150) ευρώ έως οκτακόσια ογδόντα (880) ευρώ, που περιέχεται στο ταμείο
νομικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν
1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή
ή παρέμβαση ή προφανώς ένδικο μέσο ή
2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν
τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της
αλήθειας.
Άρθρο
206
Διαγραφή
ανάρμοστων φράσεων. Επιβολή πειθαρχικών ποινών
Ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός
διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις
προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις και να
επιβάλλει, αν έγιναν στο ακροατήριο ασυγχώρητες παραδρομές και παραβάσεις,
πειθαρχικές ποινές σε υπαλλήλους της γραμματείας, συμβολαιογράφους και
δικαστικούς επιμελητές.
Άρθρο
207
Ποινές
σε άτομα που θορυβούν. Ποινές σε δικηγόρους
1. Αν όταν ενεργείται κάποια πράξη, είτε στο
ακροατήριο είτε και έξω από αυτό, γίνει θόρυβος ή εκδηλωθεί ανυπακοή στα μέτρα
που έχουν ληφθεί ή στις διαταγές που δόθηκαν, ο δικαστής και, αν πρόκειται για
πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος έχει εξουσία να επιβάλλει σ' αυτόν που θορυβεί
ή στον παραβάτη είτε χρηματική ποινή από είκοσι εννέα (29) ευρώ έως διακόσια
ενενήντα (290) ευρώ, είτε ην απομάκρυνσή του από τον τόπο όπου ενεργείται η
πράξη, είτε κράτηση 24 ωρών.
2. Αν αυτός που θορυβεί ή ο παραβάτης είναι
δικηγόρος, το δικαστήριο, είτε πρόκειται για συνεδρίαση στο ακροατήριο, είτε
πρόκειται για ενέργεια πράξης έξω από αυτό, μπορεί να εφαρμόσει τα άρθρα 70, 71
και 73 του δικηγορικού κώδικα.
3. Οι πράξεις αυτές μπορούν να ανακληθούν
από εκείνον που τις έχει εκδώσει.
4. Κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων στο
ακροατήριο εφαρμόζονται και τα άρθρα 116 και 117 του κώδικα ποινικής
δικονομίας.